Αναλυτικότερα και σύμφωνα με το οργανόγραμμα, θα έπρεπε να υπηρετούν πέντε ειδικευμένοι γιατροί και τρεις ειδικευόμενοι. Η θεωρία όμως απέχει μακράν από εκείνα που συμβαίνουν στην πράξη: μετά την παραίτηση της συντονίστριας διευθύντριας – η οποία, σημειωτέον, υποβάλλει τον εαυτό της σε 48ωρες εφημερίες έως ότου να βγει σε άδεια τον επόμενο μήνα – έχουν απομείνει μόλις τρεις ειδικευμένοι γιατροί, εκ των οποίων ο ένας με παράταση, δεδομένου πως έχει συμπληρώσει τα χρόνια συνταξιοδότησης.
Οσο για τις θέσεις ειδικευομένων, αυτές παραμένουν επίσης κενές, με τους νέους επιστήμονες να αναζητούν λιγότερο πιεστικά εργασιακά περιβάλλοντα. Παρ’ όλα αυτά, η ζήτηση για ιατρική φροντίδα παραμένει αμείωτη, καθώς, όπως σημειώνουν οι γιατροί της ίδιας κλινικής στα «ΝΕΑ», εκτός από τους 50-60 νοσηλευόμενους ασθενείς, οι ίδιοι καλούνται να εξυπηρετήσουν και το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών που εφημερεύει καθημερινά και στο οποίο προσέρχονται 80 με 100 ασθενείς με παθολογικά προβλήματα ανά 24ωρο.
Εν τω μεταξύ και παρότι έχει προκηρυχθεί θέση, προς το παρόν και σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ουδείς έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον, όπως άλλωστε είχε συμβεί και στο παρελθόν. Μηδενικό όμως είναι και το ενδιαφέρον των ιδιωτών γιατρών, αν και ο νόμος τούς δίνει το δικαίωμα να συνδράμουν στις εφημερίες του ΕΣΥ εφόσον το επιθυμούν και όπου προκύπτει σχετική ανάγκη.
Μοιραία, η διοίκηση του νοσοκομείου επιχειρεί να λύσει το πρόβλημα με προσωρινές λύσεις – μπαλώματα, όπως η μετακίνηση γενικών ιατρών από τα Κέντρα Υγείας, την ώρα που οι εναπομείναντες μόνιμοι γιατροί εκτελούν δέκα εφημερίες έκαστος τον μήνα.
Σε κάθε περίπτωση, η έλλειψη παθολόγων δεν είναι… σύμπτωμα που εκδηλώνεται μόνο στο Νοσοκομείο Αρτας, αλλά νόσημα που φαίνεται να αρρωσταίνει το σύνολο του ΕΣΥ. Είναι ενδεικτικό πως, σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις της Επαγγελματικής Εταιρείας Παθολόγων Ελλάδας (ΕΕΠΕ), το 30%-40% των θέσεων της συγκεκριμένης ειδικότητας στο ΕΣΥ παραμένει κενό. Επιπρόσθετα, μόλις το 6% των νέων επιστημόνων επιλέγει τις ειδικότητες Γενικής Ιατρικής ή Παθολογίας, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη αγγίζει το 26%.