Νέα έρευνα αποκαλύπτει τι συμβόλιζε το κεχριμπάρι στον μυκηναϊκό πολιτισμό

Το κεχριμπάρι είχε σημασία στα ταφικά έθιμα. Βρέθηκε θαμμένο σε μεγάλες ποσότητες σε φρεατοειδείς τάφους στις Μυκήνες. (Φωτογραφία: Andreas Trepte).

Μία νέα έρευνα, αποκάλυψε πως οι αρχαίοι Μυκηναίοι, αυτόχθονες Έλληνες, φορούσαν το κεχριμπάρι ως σύμβολο της σύνδεσής τους με τον Ήλιο και ως χαρακτηριστικό της ανώτερης κοινωνικής τους στάθμης. Η σημασία του κεχριμπαριού για τους Μυκηναίους προκύπτει από μία πρόσφατη μελέτη του καθηγητή Janusz Czebreszuk, διευθυντή του Πολωνικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα.

Σύμφωνα με τον Janusz Czebreszuk, το κεχριμπάρι ήταν ένδειξη κοινωνικού κύρους στην Μυκηναϊκή κοινωνία, η οποία άνθισε περίπου από το 1750 έως το 1050 π.Χ., το τελευταίο στάδιο της Εποχής του Χαλκού. Το κεχριμπάρι είναι απολιθωμένο ρετσίνι δένδρου, μία πέτρα με ζωηρό χρωματισμό και ομορφιά, από την Νεολιθική Εποχή.

«Οι Μυκηναίοι, οι πρώτοι Έλληνες της Εποχής του Χαλκού, πιθανόν να έφθασαν εδώ μαζί με το κεχριμπάρι», σημειώνει ο καθηγητής Janusz Czebreszuk σε συνέντευξή του στο πολωνικό πρακτορείο ειδήσεων PAP. «Το κεχριμπάρι ανάγεται στις αρχές του Μυκηναϊκού πολιτισμού».

Στην αρχαία Ελλάδα, το κεχριμπάρι παρέπεμπε στον Ήλιο. Πίστευαν ότι, τα φυλακτά με το κεχριμπάρι προστάτευαν από τα κακά πνεύματα. Επίσης, θεωρούνταν ότι στο κεχριμπάρι ήταν αιχμαλωτισμένο το φως του ήλιου. Συμβολικά, συνδεόταν με την μακροζωία. Εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στη σύγχρονη παραδοσιακή ιατρική και θεωρείται μία από τις καλύτερες θεραπείες για διάφορες ασθένειες και τον πονόλαιμο.

Το κεχριμπάρι, αρχικά θεωρούταν ότι προερχόταν από τον Ηριδανό Ποταμό. Σύμφωνα με τις σχετικές θεωρίες, η προέλευσή του ήταν από τη Χώρα των Υπερβόρειων, την περιοχή από όπου, η πραγματική διαδρομή του κεχριμπαριού, οδηγούσε προς τα βόρεια. Στο παρελθόν, τόσο η βόρεια όσο και η μυθική, αινιγματική αυτή περιοχή, ήταν συνδεδεμένες με κεχριμπάρι.

Οι Μυκηναίοι ήταν αυτόχθονες Έλληνες που πιθανότατα πήραν το ερέθισμα από την επαφή τους με τη Μινωική Κρήτη και άλλους μεσογειακούς πολιτισμούς για να αναπτύξουν έναν δικό τους, πιο εξελιγμένο, κοινωνικοπολιτικό πολιτισμό.

Στα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα περιλαμβάνονται οι Μυκήνες (παραδοσιακή κατοικία του Αγαμέμνονα), η Τίρυνθα (ίσως το παλαιότερο κέντρο), η Πύλος (παραδοσιακή κατοικία του Νέστορα), η Θήβα, η Μιδέα, ο Γλας, ο Ορχομενός, το Άργος, η Σπάρτη, η Νιχώρια και πιθανώς η Αθήνα. Με την πάροδο του χρόνου, οι Μυκηναίοι θα επιβάλλονταν ακόμη και στην Κρήτη και ειδικά στην Κνωσό, αντικαθιστώντας έτσι τους Μινωίτες ως τον κυρίαρχο πολιτισμό στο νότιο Αιγαίο, μέχρι το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα π.Χ.

Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός (π. 1700-1100 π.Χ.) άνθισε κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, φτάνοντας στην ακμή του μεταξύ του 15ου και 13ου αιώνα π.Χ.. Τότε επέκτεινε την επιρροή του όχι μόνο σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο το Αιγαίο και συγκεκριμένα, στην Κρήτη και στα νησιά των Κυκλάδων.

Οι Μυκηναίοι, που πήραν το όνομά τους από την τότε πρωτεύουσα πόλη των Μυκηνών, στην Αργολίδα, επηρεάστηκαν από τον προγενέστερο Μινωικό Πολιτισμό (2000-1450 π.Χ.), που επεκτάθηκε από την κοιτίδα του στην Κνωσσό της Κρήτης, στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου.

Οι Μυκηναίοι έφτασαν να κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και σε πολλά νησιά, επεκτείνοντας τις εμπορικές σχέσεις με άλλους πολιτισμούς της Εποχής του Χαλκού, όπως η Κύπρος, το Λεβάντε και η Αίγυπτος.

Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, είναι γνωστός για τα μεγαλοπρεπή ανάκτορα, τις καλά οργανωμένες πόλεις, την ξεχωριστή τους γραφή και την εντυπωσιακή τέχνη. Θεωρείται ότι είναι ο πρώτος, προηγμένος πολιτισμός της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Το κεχριμπάρι είχε μεγαλύτερη αξία για τους εύπορους Μυκηναίους, και το επιδείκνυαν στους τύμβους τους, σε περιδέραια, σε διακοσμητικά για το θώρακα, αλλά και σε άλλους είδους διακοσμητικά στοιχεία.

Σύμφωνα με μελέτες, τα περισσότερα αντικείμενα από κεχριμπάρι που έχουν ανακαλυφθεί σε Μυκηναϊκούς τάφους, προέρχονται από τη Βαλτική θάλασσα, και συγκεκριμένα από τον κόλπο του Γκντανσκ, ένα φημισμένο κέντρο εμπορίου του κεχριμπαριού της αρχαιότητας και της σύγχρονης εποχής. Το εύρημα αυτό μαρτυρά ένα προηγμένο δίκτυο εμπορίου που συνέδεε τους Μυκηναίους με άλλους ευρωπαίους αριστοκράτες και μακρινά μέρη.

Το κεχριμπάρι και οι θρησκευτικές – πολιτιστικές πεποιθήσεις

Ο καθηγητής  Czebreszuk, σημείωσε την πιθανότητα, οι Μυκηναίοι να είχαν θρησκευτικές και πολιτιστικές πεποιθήσεις που συνδέονταν με το κεχριμπάρι.

Τα εκτεταμένα κοινωνικά δίκτυα σ’ ολόκληρη την Ευρώπη της Εποχής του Χαλκού, τα οποία συχνά συσφίγγονταν από γάμους από διαφορετικές περιοχές, όπως καταδεικνύουν έρευνες γενετικής, βοηθούσαν στο εμπόριο του κεχριμπαριού. Το κεχριμπάρι κυκλοφορούσε ως εμπόρευμα ανάμεσα στους αριστοκρατικούς αυτούς κύκλους, ως προϊόν ενός εκτεταμένου δικτύου ανταλλαγών που συνέδεε απομακρυσμένες περιοχές, από τις Βρετανικές νήσους μέχρι την Ουκρανία.

«Το κεχριμπάρι είχε ευρεία διασπορά», εξηγεί ο Czebreszuk, τονίζοντας πως, τα αρχαία αποθέματα ήταν γνωστά κυρίως σε περιοχές γύρω από τη Βαλτική και τη Βόρεια Θάλασσα.  Ακόμη και τότε, ο κόλπος του Γκντανσκ, ήταν αναγνωρισμένο  κέντρο εμπορίου του κεχριμπαριού.