Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μια ομάδα ινδών μαρξιστών ιστορικών, προσπαθώντας να κατανοήσουν τις αντιφάσεις της ινδικής κοινωνίας και την ανεπάρκεια του επίσημου αφηγήματος που ακολούθησε το τέλος της αποικιοκρατίας, στράφηκαν στον Αντόνιο Γκράμσι και σε μια έννοια στην οποία δεν είχε δοθεί τόση σημασία μέχρι τότε, αυτή των υποτελών τάξεων και ομάδων. Σε αυτή τη βάση ξαναγράφουν την ιστορία της σύγχρονης Ινδίας μιλώντας για μια συνθήκη απουσίας ηγεμονίας. Υπογράμμισαν παράλληλα ότι η κυρίαρχη ιστοριογραφία επέτεινε την περιθωριοποίηση των υποτελών και των αγώνων τους, καθιστώντας αναγκαία μια ιστορία ικανή να αποτυπώσει την οπτική των υποτελών και των αντιστάσεων και τη δική τους ικανότητα μετασχηματιστικής δράσης. Αυτή η συλλογική προσπάθεια, με ηγετική μορφή τον Ρανατζίτ Γκούχα, θα αποτυπωθεί σε μια σειρά συλλογικών τόμων υπό τον γενικό τίτλο «Subaltern Studies» (Σπουδές των υποτελών) που έγιναν από τις πιο καθοριστικές συνεισφορές στις μετα-αποικιακές σπουδές.

Μία από τις μορφές που ξεχώρισαν στην ομάδα των «Σπουδών των υποτελών» ήταν η Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ. Είχε ήδη σημαντική διαδρομή ως θεωρητικός της λογοτεχνίας. Ηταν η μεταφράστρια του «Περί γραμματολογίας» του Ζακ Ντεριντά στα αγγλικά, με τον εκτενή πρόλογό της να θεωρείται καθοριστικός για την εισαγωγή της αποδόμησης ως θεωρητικής στρατηγικής στον αγγλόφωνο κόσμο. To 1988 δημοσιεύει σε ένα συλλογικό τόμο ένα κείμενο με τίτλο «Can the Subaltern Speak» (Μπορούν να ομιλούν οι υποτελείς;) συνδυάζοντας τα ερωτήματα των «Σπουδών των υποτελών» με το ενδιαφέρον της για τον Ντεριντά. Αυτό το κείμενο, που γρήγορα απέκτησε τον χαρακτήρα του «κλασικού», κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες σε μετάφραση της Χλόης Κολύρη και του Παναγιώτη Τριτσιμπίδα και επιστημονική επιμέλεια του τελευταίου. Είναι η δεύτερη έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά (η πρώτη ήταν το 2018 στις εκδόσεις Επέκεινα).

Για τη Σπίβακ η κατανόηση των σχέσεων εξουσίας και του ρόλου των δυτικών διανοουμένων «απαιτεί να τεθούν υπό εξέταση οι διασταυρώσεις μιας θεωρίας της αναπαράστασης με την πολιτική οικονομία του παγκόσμιου καπιταλισμού», ιδίως σε σχέση με την αδυναμία τους να δουν τη συνθήκη του αποικιακού Αλλου. Στρέφεται σε μορφές της ριζοσπαστικής θεωρίας όπως ο Ντελέζ και ο Φουκώ και την προσπάθειά τους να υπονομεύσουν τη μορφή του κυρίαρχου υποκειμένου, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στη δυτική φιλοσοφική παράδοση. Τους αποδίδει τη θέση ότι «οι καταπιεσμένοι μπορούν να ομιλούν και να γνωρίζουν τη συνθήκη στην οποία ζουν, εφόσον τους δοθεί η ευκαιρία». Ομως, το ερώτημα είναι εάν «στην άλλη πλευρά του διεθνούς καταμερισμού εργασίας […] βρισκόμενοι ταυτόχρονα εντός και εκτός του κυκλώματος της επιστημικής βίας του ιμπεριαλιστικού δικαίου και της εκπαίδευσης που συμπληρώνουν ένα προγενέστερο οικονομικό κείμενο, μπορούν οι υποτελείς να ομιλούν;».

Στην ανάγνωση της Σπίβακ η ομάδα των «Σπουδών των Υποτελών» προσπάθησε να απαντήσει εάν μπορούν οι υποτελείς να ομιλούν. Κατά τη δική της οπτική δεν είναι τόσο απλό, γιατί δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με ένα μη αντιπροσωπεύσιμο-αναπαραστάσιμο υποκείμενο που όμως μπορεί να μιλά και να γνωρίζει για δικό του λογαριασμό, με τη βοήθεια στρατευμένων διανοουμένων. Η ιστοριογραφία των υποτελών αναγκαστικά έρχεται αντιμέτωπη με τις περιπτώσεις της σιωπής των υποτελών, της «αφηγηματικής ακύρωσης που επιφέρουν οι κυρίαρχες ομάδες στο αποικιακό υποκείμενο». Αυτό είναι ακόμη πιο έντονο για την υποτελή ως γυναίκα: «αν στο πλαίσιο της αποικιακής παραγωγής οι υποτελείς δεν έχουν ιστορία και δεν μπορούν να ομιλούν, η υποτελής ως γυναίκα καλύπτεται από μια ακόμη παχύτερη σκιά». Γι’ αυτό επιστρέφει στον Ντεριντά, επειδή σε αυτόν βλέπει μια διαρκή ενασχόληση με τον μηχανισμό συγκρότησης του Αλλου, αυτού που διαρκώς αποκλείεται και απωθείται από το πεδίο των κυρίαρχων πρακτικών λόγου.

Στην κατάργηση από τους Βρετανούς του εθίμου της αυτοπυρπόλησης των γυναικών στη νεκρική πυρά των πεθαμένων συζύγων τους η Σπίβακ βλέπει δύο ανταγωνιστικές αφηγήσεις απέναντι στις οποίες δοκιμάζει έναν διπλό διαχωρισμό. Από τη μία, τον εκσυγχρονιστικό λόγο της αποικιοκρατίας: «λευκοί άντρες σώζουν σκούρες γυναίκες από σκούρους άντρες». Από την άλλη, τον ανεστραμμένο εθνοκεντρισμό που υπερασπίζεται μια εθνική-θρησκευτική κουλτούρα μέσα από τη θέση «οι γυναίκες όντως ήθελαν να πεθάνουν», νομιμοποιώντας έτσι συντηρητικές και πατριαρχικές λογικές. Είναι αυτοί οι δύο ηγεμονικοί λόγοι που δεν άφησαν να ακουστεί ο λόγος της Μπουβανέσβαρι, αδελφής της γιαγιάς της Σπίβακ, όταν αυτοκτονώντας επειδή δεν μπόρεσε να βγάλει σε πέρας μια αποστολή που είχε αναλάβει στο πλαίσιο του αντιαποικιακού αγώνα αμφισβήτησε και τον πατριαρχικό ινδουιστικό κανόνα και την απόδοση του διαβήματός της σε ερωτικό πάθος που προκάλεσε παράνομη εγκυμοσύνη, χωρίς όμως η πράξη της να αναγνωριστεί ως τέτοια.

Για τη Σπίβακ αυτό σημαίνει ότι «ανάμεσα στην πατριαρχία και τον ιμπεριαλισμό· μεταξύ της συγκρότησής της ως υποκείμενο και του σχηματισμού της αντικείμενο· η φιγούρα της γυναίκας εξαφανίζεται, επειδή καταδικάζεται, όχι σε μια απόλυτη ανυπαρξία αλλά σε ένα βίαιο πηγαινέλα καθώς ως “γυναίκα του Τρίτου Κόσμου” πιάνεται στη διελκυστίνδα μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού». Αυτό επιβάλλει να σπάσει η αποσιώπηση της φωνής του Αλλου / της Αλλης. Με τα λόγια του Ντεριντά που χρησιμοποιεί: «να φέρουμε σε ντελίριο αυτήν την εσωτερική φωνή που είναι η φωνή του άλλου μέσα σε εμάς».