Να σε κάτι που είμαστε καλύτεροι. Η Ελλάδα διαθέτει υπερτετραπλάσιο αριθμό μονάδων μαστογραφίας ανά κάτοικο σε σχέση με την Ισπανία, γεγονός που δημιουργεί εντυπώσεις και ερωτήματα σχετικά με την υγειονομική φροντίδα και την πρόσβαση των ισπανών πολιτών στις απαραίτητες εξετάσεις για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού. Στη χώρα της Ιβηρικής η αγανάκτηση είναι μεγάλη.
Εμείς, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat για το 2022, βλέπουμε πως Ελλάδα και Κύπρος καταγράφουν τις υψηλότερες αναλογίες μονάδων μαστογραφίας στην Ευρώπη, με 7,3 και 6,1 μονάδες ανά 100.000 κατοίκους αντίστοιχα. Η Ιταλία ακολουθεί με 3,7 μονάδες και το Βέλγιο με 3,6. Αντίθετα, χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία παρουσιάζουν χαμηλότερες αναλογίες (0,5 και 0,7). Παράλληλα, η Ελλάδα κατέγραψε σημαντική αύξηση στη διαθεσιμότητα μονάδων μαστογραφίας τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Eurostat, η Ισπανία καταγράφει μόλις 1,7 μονάδες ανά 100.000 κατοίκους. Αυτός ο τύπος εξοπλισμού είναι ζωτικής σημασίας για τον εντοπισμό της νόσου στα αρχικά της στάδια και για την αύξηση των πιθανοτήτων επιτυχούς θεραπείας.
Και το 2021, η Ελλάδα κατέγραψε την υψηλότερη διαθεσιμότητα μονάδων μαστογραφίας με 7,1 μονάδες ανά 100.000 κατοίκους για γυναίκες ηλικίας 50-69 ετών, ενώ η Κύπρος ακολούθησε με 5,9 μονάδες. Αλλες χώρες με υψηλά ποσοστά περιελάμβαναν το Βέλγιο, την Ιταλία και την Κροατία. Στην αντίπερα όχθη, χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία κατέγραψαν τις χαμηλότερες αναλογίες.
Στην Ελλάδα, η έμφαση που δίνεται στην πρόληψη του καρκίνου του μαστού φαίνεται να είναι πιο έντονη, κάτι που αποτυπώνεται στην υψηλή διαθεσιμότητα μαστογραφικών μονάδων. Αυτή η στρατηγική προσφέρει ευρεία πρόσβαση στις εξετάσεις, βελτιώνοντας τα ποσοστά πρώιμης διάγνωσης.
Ο καρκίνος του μαστού είναι η πιο κοινή μορφή καρκίνου στις γυναίκες στην ΕΕ, αντιπροσωπεύοντας το 13,8% όλων των νέων περιπτώσεων καρκίνου. Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα νέα περιστατικά υπολογίζονται σε 374.800 για το 2022 μόνο στις γυναίκες και συνοδεύονται από υψηλά επίπεδα θνησιμότητας, με περίπου 95.800 θανάτους.
Οι διαφορές στην επίπτωση και τη θνησιμότητα ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ σχετίζονται με διάφορους παράγοντες, όπως οι διαφορές στα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου, η διαθεσιμότητα μονάδων μαστογραφίας και οι τοπικές διαφορές στα επίπεδα υγειονομικής περίθαλψης. Επίσης, η χρήση καπνού και αλκοόλ αναφέρεται ως κρίσιμος παράγοντας αύξησης του κινδύνου.
Υπάρχουν αξιοσημείωτες γεωγραφικές διαφοροποιήσεις στην επίπτωση και τη θνησιμότητα. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Κύπρος και η Σλοβακία καταγράφουν υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας (πάνω από 40 θάνατοι ανά 100.000 γυναίκες), ενώ άλλες, όπως η Ισπανία και η Σουηδία, παρουσιάζουν σχετικά χαμηλά επίπεδα (22 θάνατοι ανά 100.000 γυναίκες).