Σύμφωνα με τα στοιχεία, τον περασμένο Σεπτέμβριο οι πωλήσεις των καινούργιων αμιγώς ηλεκτρικών αυτοκινήτων αυξήθηκαν σημαντικά, με την Κίνα να είναι στην κορυφή της λίστας.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίσουν οι αυτοκινητοβιομηχανίες της Ευρώπης στην πώληση των αμιγώς ηλεκτρικών νέων μοντέλων τους στην ήπειρό μας είναι δεδομένες.

Ωστόσο, αυτό φαίνεται να είναι «τοπικό» φαινόμενο, βάσει των στοιχείων πωλήσεων που ανακοινώθηκαν για τον Σεπτέμβριο του έτους που διανύουμε. Συγκεκριμένα. οι παγκόσμιες πωλήσεις ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων αυξήθηκαν κατά 30,5% τον περασμένο μήνα λόγω της μεγάλης αύξησης στην Κίνα, σύμφωνα με δημοσίευμα του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters.

Βάσει αυτού, περίπου 1,7 εκατομμύρια καινούργια ηλεκτρικά αυτοκίνητα παραδόθηκαν στους ιδιοκτήτες τους τον Σεπτέμβριο σε όλο τον κόσμο, με την κινεζική αγορά να πρωτοστατεί.

Βάσει των στοιχείων, η ζήτηση για ηλεκτροκίνητα και αυτοκίνητα με κινητήρα Plug-in Hybrid αυξήθηκε κατά 47,9% στην ασιατική χώρα. Τον ίδιο μήνα, οι παραδόσεις στη Βόρεια Αμερική αυξήθηκαν μόνο κατά 0,4%, όμως αυτές του ενιάμηνου του έτους (σημ.: Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2024) αυξήθηκαν κατά 10%, συγκριτικά με αυτό του 2023.

Οι πωλήσεις των καινούργιων αμιγώς ηλεκτρικών στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 4,2% φτάνοντας τις περίπου 300.000 οχήματα. Τη μεγαλύτερη αύξηση είχε το Ηνωμένο Βασίλειο (κατά 24%, συγκριτικά) και τη μικρότερη η Γερμανία και η Ιταλία.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Reuters, τον περασμένο Σεπτέμβριο στις υπόλοιπες αγορές ανά τον κόσμο οι πωλήσεις των νέων αμιγώς ηλεκτρικών και Plug-in Hybrid οχημάτων τον περασμένο Σεπτέμβριο έφτασαν περίπου τις 900.000 μονάδες, αριθμός που σημαίνει αύξηση κατά 24%, συγκριτικά.

Αναλύοντας τα στοιχεία ανά περιοχή, το πρώτο ενιάμηνο του 2024 οι πωλήσεις αμιγώς ηλεκτρικών και PHEV νέων αυτοκινήτων στην Κίνα έφτασαν τα 7,2 εκατομμύρια (+35%), ενώ στις ΗΠΑ και στον Καναδά ήταν 1,3 εκατομμύρια μονάδες (αύξηση κατά 10%).

Ωστόσο, στην Ευρώπη, τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά σε όγκο πωλήσεων των ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων, μετά την Κίνα, οι πωλήσεις τους το διάστημα Ιανουάριος-Σεπτέμβριος (2024) έφτασαν περίπου τις 2,2 εκατομμύρια μονάδες, δηλαδή μείωση κατά 4%, συγκριτικά με το ίδιο περυσινό χρονικό διάστημα.