Υπενθυμίζεται πως το 2013, το γνωστό αμερικανικό περιοδικό «Time» είχε τοποθετήσει τον Οτζαλάν και τον Γκιουλέν στη λίστα με τους 100 ανθρώπους που είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως – τον πρώτο στην 65η και τον δεύτερο στην 71η θέση. Η «απάντηση» του Ερντογάν δόθηκε την επόμενη δεκαετία, όταν αναγόρευσε αυτούς τους δύο – τον ηγέτη του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος και τον πάλαι ποτέ στενό του σύμμαχο (αν όχι μέντορα, όπως υποστηρίζουν κάποιοι) – στα πρόσωπα που αντιπροσώπευαν τη μεγαλύτερη υπαρξιακή απειλή για την Τουρκία. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, για την Τουρκία την οποία επεδίωκε ο ίδιος να χτίσει, με «κορμό» το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συμμαχίες που οικοδομούσε μεθοδικά από την πρώτη στιγμή.
Η αλήθεια, μάλιστα, είναι πως ο Ερντογάν χρησιμοποίησε επανειλημμένως τον Οτζαλάν και τον Γκιουλέν ως τον «μοχλό» για να εδραιώσει την εξουσία του, ακόμη και στο «βαθύ κράτος» και τους παραδοσιακούς μηχανισμούς. Το έκανε δε εξαπολύοντας πογκρόμ σε βάρος τόσο των Κούρδων, με τους οποίους βρέθηκε πάλι σε πόλεμο από το 2015, τερματίζοντας την ειρηνευτική διαδικασία που ο ίδιος είχε δρομολογήσει, όσο και των «γκιουλενιστών», ειδικά στον απόηχο του αποτυχημένου πραξικοπήματος που εκδηλώθηκε εις βάρος του την 15η Ιουλίου 2016.
Σε αυτό το φόντο θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως Οτζαλάν και Γκιουλέν υπήρξαν επί χρόνια οι «δίδυμοι πύργοι» στην εκστρατεία του εθνικιστικού παραληρήματος και του φόβου που εξαπέλυσαν ο Ερντογάν και ο μηχανισμός του. Δεν είναι λίγοι, μάλιστα, εκείνοι που επιχείρησαν – τις περισσότερες φορές όχι με επιτυχία και αποδείξεις – ότι οι δύο αυτές πτέρυγες είχαν αναπτύξει οργανικές σχέσεις μεταξύ τους, συνάπτοντας μια ανίερη συμμαχία που είχε ως μοναδικό στόχο την ανατροπή του ΑΚΡ και του ηγέτη του.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, πως ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και ένας πολιτικός ο οποίος για μεγάλο διάστημα ήταν από τους πλέον έμπιστους του Ερντογάν και θεωρούνταν «γεράκι» και άνθρωπος για όλες τις «βρώμικες» δουλειές. Πρόκειται για τον Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της Τουρκίας τα κρίσιμα χρόνια της «στροφής», ήτοι από το 2014 ως το 2016, ενώ νωρίτερα και για μια πενταετία (2009-15) βρισκόταν στη θέση του υπουργού Εξωτερικών.
«Η οργάνωση (του ΡΚΚ) συνεργάζεται με αυτή την παράλληλη δομή (τους γκιουλενιστές). Γνωρίζουμε πολύ καλά ποιοι μιλούν με ποιους. Εχουμε στη διάθεσή μας ντοκουμέντα που το αποδεικνύουν» είχε πει χαρακτηριστικά ο Νταβούτογλου τον Δεκέμβριο του 2014, όταν το σχέδιο που είχε εκπονήσει το επιτελείο του Σουλτάνου είχε τεθεί πλέον για τα καλά σε εφαρμογή. Για την πλειοψηφία της κοινής γνώμης στην Τουρκία, βεβαίως, αυτού του είδους η σχέση ήταν «παρά φύσιν» και δεν θα μπορούσε να έχει συναφθεί. Ειδικά καθώς το κίνημα του Γκιουλέν, όπως και ο ίδιος προσωπικά, είχαν στο παρελθόν υιοθετήσει ακραίες απόψεις, απαιτώντας την με κάθε κόστος εξάλειψη της απειλής του ΡΚΚ και των συμμάχων του στην ευρύτερη περιοχή. Ηταν δε κάτι που ουσιαστικά επιβεβαίωσε το τότε ηγετικό στέλεχός του, Τζεμίλ Μπαγίκ, απαντώντας στον Νταβούτογλου ως εξής: «Εμείς θέλαμε να αποκαταστήσουμε τις σχέσεις με το κίνημα, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Οι γκιουλενιστές ακολουθούσαν μια εθνικιστική, αντικουρδική γραμμή, από την οποία προσπαθήσαμε να τους απομακρύνουμε, χωρίς να το καταφέρουμε. Γι’ αυτό και δεν έχουμε κανενός είδους σχέση μαζί τους».
Παρ’ όλα αυτά, οι προσπάθειες να συνδεθούν οι «Κούρδοι τρομοκράτες» και οι «γκιουλενιστές» δεν έπαψε ποτέ. Οπως και οι διαρκείς «υπόνοιες» και διαρροές ότι είχαν αναπτύξει μυστικούς δεσμούς και με το αντίπαλο δέος του Ερντογάν και του ΑΚΡ, τους κεμαλιστές, κάτι που αρκετοί ισχυρίζονταν πως αποδείχθηκε με το γνωστό «σκάνδαλο Εργκένεκον» (που κορυφώθηκε με τη δικαστική απόφαση του 2013).
Το σίγουρο είναι ότι οι τελευταίες εξελίξεις αναγκάζουν το νέο κατεστημένο της Τουρκίας, στο οποίο κυριαρχεί το πολιτικό Ισλάμ (ή, έστω, μια εκδοχή του) να αναθεωρήσει την τακτική του. Ισως, μάλιστα, να το έχουν ήδη αποφασίσει και να διαπιστώνουν ότι τα νέα δεδομένα τούς ευνοούν.
—————————–
Οι σχέσεις του Ερντογάν με τις ΗΠΑ δεν ήταν καλές από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία, το 2003. Απόδειξη το γεγονός ότι τότε είχε αρνηθεί τη χρήση των βάσεων στο έδαφος της χώρας του για την εισβολή στο Ιράκ. Η περίπτωση Γκιουλέν, όμως, ήρθε και «έδεσε» την κόντρα, επιδεινώνοντας περαιτέρω το κλίμα ανάμεσα στις δύο παραδοσιακές συμμάχους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας «έδειξε» την Ουάσιγκτον ως συνένοχη στο πραξικόπημα του 2016, ενώ έχει κατηγορήσει επανειλημμένως τους Αμερικανούς ότι έδιναν άσυλο σε έναν «τρομοκράτη» (ο Γκιουλέν ζούσε αυτοεξόριστος στην Πενσιλβάνια).
Ο ισλαμιστής ιεροκήρυκας Φετουλάχ Γκιουλέν στην κατοικία του στο Σέιλορσμπεργκ της Πενσιλβάνια το 2013
Ηταν, μάλιστα, ένα από τα προσχήματα για να αναπτύξει η Αγκυρα στενές σχέσεις με στρατηγικούς αντιπάλους των ΗΠΑ, με πρώτη και καλύτερη τη Ρωσία, με την κόντρα να κορυφώνεται με την προμήθεια των S-400 και τον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35. Μήπως, όμως, ο θάνατος του Γκιουλέν δίνει την ευκαιρία που περίμεναν οι δύο πλευρές για να λύσουν την «παρεξήγηση» και να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους; Αν και πρέπει να αναμένουμε το αποτέλεσμα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου και τις θέσεις του/της νέου-νέας προέδρου, η αλήθεια είναι πως ενδείξεις υπάρχουν ήδη. Οπως, για παράδειγμα, οι «διαρροές» περί αποθήκευσης ή και εκχώρησης του ρωσικού συστήματος αεράμυνας σε τρίτη χώρα. Κοντός ψαλμός…
Αποδείξεις μπορεί να μην έχουν γίνει δημοσίως γνωστές μέχρι στιγμής, όμως ελάχιστοι αμφιβάλλουν ότι υπάρχει μια ευθεία γραμμή που συνδέει τα δύο παρακάτω γεγονότα: αφενός, την πρόταση – σοκ του ακροδεξιού συμμάχου του Ερντογάν και ηγέτη των Γκρίζων Λύκων Ντεβλέτ Μπαχτσελί, που άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο της αμνηστίας και απελευθέρωσης του Αμπντουλάχ Οτζαλάν με αντάλλαγμα μια συμφωνία ειρήνης και την κατάθεση των όπλων εκ μέρους του ΡΚΚ. Και αφετέρου την ένοπλη επίθεση που πραγματοποιήθηκε ακριβώς ύστερα από ένα 24ωρο στην Αγκυρα, με στόχο την έδρα μιας από τις μεγαλύτερες πολεμικές βιομηχανίες της Τουρκίας, την TUSAS, για την οποία την ευθύνη ανέλαβε το PKK – ή, κατ’ άλλους, μια «φράξιά» του η οποία διαφωνεί με την απόπειρα προσέγγισης.
Ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν, ηγέτης του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), κατά τη διάρκεια της δίκης του το 1999
Το βασικό ερώτημα που τίθεται, ωστόσο, δεν αφορά το ποιοι ακριβώς χτύπησαν στην πρωτεύουσα (χωρίς να αποκλείεται και η εκδοχή της προβοκάτσιας από τμήμα του «βαθέος κράτους»), αλλά κάτι άλλο: γιατί επέλεξε ο Μπαχτσελί – ο οποίος προφανώς και έχει τη σύμφωνη γνώμη του Ερντογάν, που τον αξιοποιεί ως λαγό – αυτή τη συγκυρία για να κάνει άνοιγμα προς τους Κούρδους και τον ιστορικό ηγέτη τους, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον όρο «δικαίωμα στην ελπίδα».
Αναλυτές από την Τουρκία, με τους οποίους συνομίλησαν «ΤΑ ΝΕΑ», αναφέρουν ότι αυτό που επέβαλε τη συγκεκριμένη κίνηση δεν είναι άλλο από τις δραματικές εξελίξεις και τις βίαιες ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή. Με άλλα λόγια: η πιθανότητα να βρεθούν κάποιοι «ισχυροί», όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή ακόμη και το Ισραήλ, που θα υποστηρίξουν ένα σενάριο το οποίο ναι μεν έχει μπει στον πάγο εδώ και πολλά χρόνια, όμως εξακολουθεί να προκαλεί τρόμο στην Αγκυρα: της δημιουργίας μιας ανεξάρτητης κουρδικής κρατικής οντότητας στην περιοχή, που θα έχει πολλά κοινά με το παλαιστινιακό κράτος, το οποίο υπάρχει στα χαρτιά και έχει το πράσινο φως και από τον ΟΗΕ.
Αν και συγκεκριμένα σχέδια δεν έχουν γίνει γνωστά, οι ίδιες πηγές τονίζουν πως ο Ερντογάν μοιάζει να επέλεξε να κινηθεί προληπτικά, στη λογική «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν». Να επιδιώξει, δηλαδή, να στείλει ένα μήνυμα ότι είναι διατεθειμένος να δρομολογήσει ο ίδιος εξελίξεις στο Κουρδικό, επιστρέφοντας στο σημείο όπου το άφησε το 2015, τινάζοντας στον αέρα τις διαπραγματεύσεις και δίνοντας εντολή για στρατιωτική επέμβαση στο έδαφος τόσο του Ιράκ όσο και της Συρίας.
Μπορούν, όμως, να τον εμπιστευθούν όσοι κυνήγησε ανελέητα; Και πώς θα αντιδράσουν εκείνοι που σκέφτονται εάν και πώς θα αξιοποιήσουν το χαρτί του Κουρδικού;