Πλούσια δράση είχε η εγκληματική οργάνωση στην Κέρκυρα που εκβίαζε επιχειρηματίες και η οποία εξαρθρώθηκε από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας.

Η εγκληματική οργάνωση, αποτελούμενη από εφοριακούς υπαλλήλους και λογιστή, δραστηριοποιούνταν σε διευκολύνσεις, πράξεις ή παραλείψεις διαδικασιών, εφοριακής αρμοδιότητας, καθώς και σε εκβιάσεις επιχειρηματιών, προκειμένου να λαμβάνουν παράνομα χρηματικά ποσά.

Μέχρι στιγμής έχει διακριβωθεί ότι από τα τέλη Μαΐου 2024 η εγκληματική οργάνωση εμπλέκεται σε 8 περιπτώσεις, ενώ διαπιστώθηκε ότι τα μέλη της απαίτησαν συνολικά, τουλάχιστον, το χρηματικό ποσό των 183.000 ευρώ και κατάφεραν να λάβουν, τουλάχιστον, το χρηματικό ποσό των 38.000 ευρώ.

Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, όπου παραπέμφθηκαν σε ανακριτή και έλαβαν προθεσμία για να απολογηθούν.

Στην υπόθεσε παρενέβη ο επικεφαλής της ανεξάρτητης αρχής καταπολέμησης μαύρου χρήματος.

Ο κ. Χαράλαμπος Βουρλιώτης έδωσε εντολή να ελεγχθούν τα περιουσιακά στοιχεία των εμπλεκομένων και να δεσμευτούν προσωρινά, ενώ σε περίπτωση που διαπιστωθεί κάτι ύποπτο-επιλήψιμο η ανεξάρτητη αρχή θα προχωρήσει σε οριστική δέσμευση περιουσιακών στοιχείων των εμπλεκομένων.

Για την αποδόμηση της εγκληματικής οργάνωσης πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη αστυνομική επιχείρηση στην Κέρκυρα, στο πλαίσιο της οποίας συνελήφθησαν συνολικά 5 μέλη της, εκ των οποίων 4 εφοριακοί υπάλληλοι και ένας ιδιώτης λογιστής, ενώ στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη 4 άτομα.

Σε βάρος τους σχηματίσθηκε δικογραφία -κατά περίπτωση- για εγκληματική οργάνωση, δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου, συνέργεια σε δωροληψία, παράβαση καθήκοντος και εκβίαση κατά συναυτουργία.

Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, προηγήθηκε καταγγελία που αφορούσε την παράνομη δράση δύο υπαλλήλων ΔΟΥ, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητά τους, απαιτούσαν από επιχειρηματία το χρηματικό ποσό των 60.000 ευρώ, προκειμένου να τακτοποιήσουν εκκρεμή υπόθεσή του.

Όπως επισημαίνεται στη σχετική ανακοίνωση, στο πλαίσιο της έρευνας προέκυψε η ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης, με συνεχή δράση, συγκεκριμένη δομή και διακριτούς ρόλους, στην οποία συμμετείχαν υπάλληλοι της ΔΟΥ Κέρκυρας και ιδιώτης λογιστής.

Ειδικότερα, όπως προέκυψε, τουλάχιστον από το Μάιο του 2024, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης προέβαιναν σε διευκολύνσεις, παραλείψεις ή πράξεις διαδικασιών εφοριακής αρμοδιότητας που αντίκεινται στα υπηρεσιακά τους καθήκοντα ως υπάλληλοι, καθώς και σε εκβιάσεις επιχειρηματιών, όπου, εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητά τους, απαιτούσαν χρηματικά ποσά ως αντίτιμο, ώστε να διεκπεραιωθούν φορολογικές τους εκκρεμότητες.

Η απαίτηση των χρημάτων γινόταν, κατά κύριο λόγο, μέσω ιδιώτη λογιστή, μέλους της οργάνωσης, προκειμένου να μην έχουν άμεση επαφή τα μέλη-υπάλληλοι με τα θύματά τους, ενώ παράλληλα φρόντιζαν να λαμβάνουν ιδιαίτερα μέτρα αντιπαρακολούθησης τόσο κατά τη δράση τους όσο και κατά τις μεταξύ τους επικοινωνίες.

Κατά την ΕΛΑΣ, ο αρχηγός της οργάνωσης ήταν υπεύθυνος για τον συντονισμό, τη λήψη και τη διανομή στα υπόλοιπα μέλη των χρηματικών ποσών, ενώ δεν δίσταζε να απειλεί υπαλλήλους και λογιστές που τυχόν θα διέρρεαν τη δραστηριότητα της οργάνωσης. Παράλληλα, εξασφάλιζε κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με μεθόδους αντιπαρακολούθησης, προκειμένου τα επιχειρησιακά μέλη της οργάνωσης να αισθάνονται ακαταδίωκτα, κατά τους -κατ’ εντολήν του- στοχευμένους ελέγχους που πραγματοποιούσαν.

Περαιτέρω, οι λοιποί εφοριακοί υπάλληλοι ήταν απαραίτητοι για τη λειτουργία της οργάνωσης, καθώς λόγω των καθηκόντων τους είτε ασκούσαν άμεση εποπτεία και έλεγχο στους λοιπούς υπαλλήλους, καθορίζοντας έτσι την ταχύτητα και τον τρόπο διεκπεραίωσης των υποθέσεων, ή διενεργούσαν επιτόπιους ελέγχους επιχειρήσεων κατόπιν εντολής του αρχηγικού μέλους.

Τέλος, ο λογιστής ήταν ενδιάμεσος μεταξύ των υπαλλήλων και των φορολογουμένων, επιφορτισμένος με την άμεση επαφή και επικοινωνία μεταξύ ελεγκτικής Αρχής και ελεγχομένων. Επίσης, σύμφωνα με τον ρόλο του, παραλάμβανε και παρέδιδε χρηματικά ποσά από τους φορολογούμενους προς τους υπαλλήλους, εξασφαλίζοντας και ο ίδιος προνομιακή μεταχείριση των πελατών του από τη ΔΟΥ.

Από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες, οχήματα, λοιπούς χώρους καθώς και από την κατοχή των κατηγορουμένων, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:

Αναφορικά με τη δράση των εφοριακών και του λογιστή που έχουν εμπλοκή στην υπόθεση, οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν πως δρούσαν όπως το κύκλωμα από τη ΔΟΥ Χαλκίδας, δηλαδή είχαν στήσει εγκληματική οργάνωση προχωρώντας σε εκβιασμούς, δωροληψίες και χρηματισμό υπαλλήλων.

Σημειώνεται πως οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση της Χαλκίδας απαιτούσαν μεγάλα χρηματικά ποσά από φορολογούμενους προκειμένου να μην μπλοκάρουν διαδικασίες επιστροφής χρημάτων σε δικαιούχους.

Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης έκανε την ακόλουθη δήλωση με αφορμή την υπόθεση με τους εφοριακούς στην Κέρκυρα:

«Όπως φάνηκε και στη γνωστή, δυσάρεστη υπόθεση της Χαλκίδας πριν από μερικούς μήνες, το υπουργείο Οικονομικών δεν πρόκειται να χαριστεί σε όποια φαινόμενα διαφθοράς στις υπηρεσίες που εποπτεύει.

Η ΑΑΔΕ αντέδρασε πολύ γρήγορα τότε, αντέδρασε αποφασιστικά και τώρα, στην Κέρκυρα.

Ας το καταλάβουν όλοι: Οι φορολογούμενοι έχουν την απαίτηση από εμάς να είμαστε δίκαιοι και αποτελεσματικοί. Ακόμα όμως περισσότερο δεν ανέχονται φαινόμενα διαφθοράς.

Κάνουμε κάθε μέρα ό,τι μπορούμε για να ανταποκριθούμε σε αυτή την εύλογη απαίτησή τους. Δεν συμβιβαζόμαστε με τη διαφθορά!».

Για την υπόθεση της Κέρκυρας η ΑΑΔΕ εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση:

«Το έχουμε πει και το εννοούμε: δεν έχουμε την παραμικρή ανοχή σε κανένα φαινόμενο διαφθοράς. Επί της αρχής, αλλά και στην πράξη. Γι’ αυτό και, μόλις υπέπεσαν στην αντίληψή μας πληροφορίες για τη δράση κυκλώματος διαφθοράς, ζητήσαμε αμέσως τη συνδρομή της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., ώστε να γίνει ενδελεχής έρευνα και η υπόθεση να πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης.

Να γνωρίζουν όλοι ότι αυτός θα συνεχίσει να είναι ο μόνος δρόμος κάθε φορά που εντοπίζουμε ενδείξεις διαφθοράς.

Ουδείς είναι υπεράνω του όρκου που έχει δώσει να υπηρετεί τον νόμο και το δημόσιο συμφέρον».