Την επιδείνωση που καταγράφεται σε πανελλαδικό επίπεδο αναφορικά με την καταναλωτική εμπιστοσύνη ακολουθεί η περιφερειακή ενότητα Θεσσαλονίκης.

Σύμφωνα με την εξαμηνιαία έρευνα (πραγματοποιήθηκε μεταξύ Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2024) του βαρόμετρου που πραγματοποιεί το ΕΒΕΘ σε συνεργασία με την εταιρεία Palmos Analysis το ποσοστό των νοικοκυριών που προβλέπουν επιδείνωση της κατάστασης διαμορφώνεται στο 50% σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα που βρισκόταν στο 42%.Παράλληλα, μειώνεται το ποσοστό όσων προβλέπουν βελτίωση ή σταθεροποίηση από το 52% στο 44%.

Σε πανελλαδικό επίπεδο μειώνεται στο 7% από 14% το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι η γενική οικονομική κατάσταση της χώρας βελτιώθηκε πολύ ή αρκετά κατά το προηγούμενο 12μηνο.

Παράλληλα, μειώνεται το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η γενική οικονομική κατάσταση της χώρας θα βελτιωθεί μέσα στο επόμενο έτος (11% έναντι αντίστοιχου ποσοστού 17% τον Μάρτιο του 2024).
Κύρια αιτία της απαισιοδοξίας των καταναλωτών παραμένει η ακρίβεια στα τρόφιμα και στην ενέργεια χωρίς ωστόσο να επιμερίζεται ποσοστιαία στην έρευνα του ΕΒΕΘ.
Το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι τιμές είτε παρέμειναν σταθερές είτε αυξήθηκαν λίγο φτάνει στο 15% έναντι 9% το περασμένο εξάμηνο. Παράλληλα αυξάνεται το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι τιμές θα αυξηθούν το επόμενο εξάμηνο και από το 53% τον Μάρτιο του 2024 σκαρφαλώνει στο 63%.

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο στην γενικότερη απαισιοδοξία είναι η επιδείνωση σε σχέση με τις εκτιμήσεις των καταναλωτών για την μείωση της ανεργίας καθώς το 17% θεωρεί πως το επίπεδο της ανεργίας θα μειωθεί «πολύ» ή «λίγο» (έναντι 24% τον Μάρτιο) ενώ το 39% αναμένουν αύξηση της ανεργίας σε σχέση με το 33% της προηγούμενης μέτρησης.

Μόνιμα πιο απαισιόδοξοι οι Έλληνες από τους Ευρωπαίους

Ο Εμμανουήλ Βλαχογιάννης,  αντιπρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, κατά την παρουσίαση της έρευνας – η οποία διεξήχθη από τα μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου – σημείωσε ότι οι καταναλωτές είναι πιο απαισιόδοξοι και αυτός όπως είπε έχει την ερμηνεία του καθώς ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι ισχυρός με συνέπεια την αύξηση των τιμών στα είδη διατροφής και ενέργειας.
«Αυτά τα είδη βαραίνουν περισσότερο στο βαλάντιο των χαμηλών εισοδημάτων και τα χαμηλά εισοδήματα προσδιορίζουν στην ουσία και την εικόνα των προσδοκιών που έχουν οι καταναλωτές» επισήμανε ο κ. Βλαχογιάννης σημειώνοντας παράλληλα πως οι Έλληνες καταναλωτές είναι μονιμότερα απαισιόδοξοι σε σχέση με τους ευρωπαίους.

Οι επιχειρηματικές προσδοκίες στη βιομηχανία
Το ισοζύγιο θετικών – αρνητικών εκτιμήσεων του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών της βιομηχανίας βρίσκεται πλέον στις -3 μονάδες σε σχέση με το +4 στο προηγούμενο εξάμηνο. Ωστόσο, βάσει των στοιχείων παρά την αρνητική μεταβολή παραμένει στα υψηλοτέρα επίπεδα από την έναρξη των μετρήσεων του βαρόμετρου το 2009.  
Σταθερά σε θετικό πρόσημο και κοντά στο υψηλότερο επίπεδο στην ιστορία των μετρήσεων του βαρόμετρου κινείται ο κλάδος των κατασκευών. Το ισοζύγιο θετικών και αρνητικών εκτιμήσεων το δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών κατασκευών βρίσκεται στις + 9 μονάδες έναντι +14 τον περασμένο Μάρτιο.

Ο Διευθυντής Ερευνών της Palmos Analysis Πασχάλης – Αλέξανδρος Τεμεκενιδης αναλύοντας τα δεδομένα σχολίασε πως την τελευταία 4ετία υπάρχει μια σταθεροποίηση στον δείκτη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης το οποίο όπως είπε μεταφράζεται σε μια επιφύλαξη των καταναλωτών οι οποίοι πιέζονται από τα θέματα της ακρίβειας.

«Αυτό που δημιουργεί μια επιφύλαξη είναι για την εξέλιξη το επόμενο διάστημα όπου τα νοικοκυριά λένε ότι ναι μεν το προηγούμενο διάστημα υπήρξε μια σταθερότητα αλλά, ταυτόχρονο, δηλώνουν αγχωμένοι για το επόμενο διάστημα» επισήμανε ο κ. Τεμεκενίδης. Ο ίδιος σημείωσε ότι διαχρονικά στο βαρόμετρο του φθινοπώρου αποτυπώνεται μια αυξημένη πίεση στους καταναλωτές λόγω των εξόδων που επίκεινται μέσα στον χειμώνα.
«Οι καταναλωτές και σε επίπεδο χώρας και σε επίπεδο περιφερειακής ενότητας Θεσσαλονίκης δηλώνουν ότι αισθάνονται αύξηση των τιμών. Αυτή η αίσθηση της ακρίβειας παραμένει και δημιουργεί ένα κούμπωμα στην πραγματοποίηση σημαντικών αγορών. Γενικότερα στο συγκεκριμένο βαρόμετρο υπάρχει το κλίμα της σταθερότητας και την επιφύλαξης», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τον ίδιο η εικόνα είναι διαφορετική στον τομέα των επιχειρήσεων όπου όλοι οι δείκτες είναι σαφώς ψηλότερα από τα τελευταία 4 βαρόμετρα. Ιδιαίτερη μνεία έκανε στον τομέα των κατασκευών λέγοντας πως έχουν τους υψηλότερους δείκτες από τα τελευταία δύο βαρόμετρα. «Αυτό σημαίνει ότι η οικοδομή πηγαίνει καλά και μάλιστα αναμένεται στον κλάδο περεταίρω αύξηση της απασχόλησης».
Αναφορικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις ψηλά στην ιεραρχία παραμένει το υψηλό κόστος φορολογίας, ακολουθεί το υψηλό κόστος ενέργειας και το υψηλό κόστος πρώτων υλών.

Ικανοποίηση για την ΔΕΘ

Στην παρουσίαση υπήρξε η παρουσίαση του αποτυπώματος της πρόσφατης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης στον ξενοδοχειακό κλάδο και στην εστίαση.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία 8 στις 10 ξενοδοχειακές μονάδες χαρακτηρίζουν την έκθεση ως «πάρα πολύ» ή «πολύ» σημαντική για την ίδια την επιχείρηση ποσοστό 84%. Η μέση πληρότητα κατά την περίοδο της 88ης ΔΕΘ διαμορφώθηκε στο 87%. Η μέση πληρότητα εμφανίζεται αυξημένη κατά 9% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.

Η μέση τιμή δωματίου κατά τη διάρκεια της 88ης ΔΕΘ στα ξενοδοχεία της πόλης διαμορφώθηκε σε 168 ευρώ (85 ευρώ στα ξενοδοχειακά καταλύματα μέχρι και 3 αστέρων και 230 ευρώ στα ξενοδοχεία 4 ή 5 αστέρων), ξεκινώντας από 40 ευρώ και φθάνοντας μέχρι και τα 650 ευρώ. Και η μέση τιμή ανά δωμάτιο εμφανίζεται αυξημένη σε σχέση με την περσινή αντίστοιχη περίοδο της ΔΕΘ (+11% κατά μέσο όρο), με σημαντική κι εδώ διαφοροποίηση ανάμεσα σε μονάδες μέχρι και 3 αστέρων (+3%) και 4 ή 5 αστέρων (+17%).

Αναφορικά με τις εκτιμήσεις για τη σημασία της ΔΕΘ στον κλάδο της εστίασης το 45% των επιχειρήσεων χαρακτηρίζει την έκθεση «αρκετά» ή «πάρα πολύ» σημαντική για το κατάστημά τους ενώ το 54% «όχι και τόσο» ή και «καθόλου» σημαντική. Ωστόσο, οι ίδιες οι επιχειρήσεις αναγνωρίζουν τη σημασία της ΔΕΘ για την οικονομία της Θεσσαλονίκης καθώς 7 στις 10 τη χαρακτηρίζουν «αρκετά» ή «πάρα πολύ» σημαντική.