Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέμαι, να χάνεται ο κόσμος και ο Τύπος στη χώρα μας να κυριαρχείται από πρωτοσέλιδα για τη βεντέτα του Σαμαρά με τον Μητσοτάκη. Πώς είναι δυνατόν; Δεν το χωράει ο νους μου, καθώς από την περασμένη Παρασκευή έχει ξεκινήσει ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, τον οποίο κήρυξε από το βήμα της Βουλής ο πρόεδρος Κυριάκος Βελόπουλος. Βέβαια, ο πρόεδρος της «Ελληνικής Λύσης» κήρυξε τον πόλεμο, επειδή «κάποιος επιτέλους έπρεπε να τον κηρύξει», όπως είπε, προς το παρόν όμως δεν έχουν σημειωθεί εχθροπραξίες – διανύουμε μια φάση ανάλογη της περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που ονομάζεται «Phony War», όταν η Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας όταν αυτή εισέβαλε στην Πολωνία, χωρίς όμως να σημειώνονται μεταξύ τους εχθροπραξίες, μέχρι την εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία. Και είναι λογικό να μη συμβαίνει τίποτα ακόμη, διότι τον πόλεμο δεν αρκεί να τον κηρύσσεις, πρέπει να τον κάνεις κιόλας και δεν νομίζω ότι οι εκδρομείς του τριημέρου της 28ης Οκτωβρίου έχουν τέτοια όρεξη. Ας περιμένουμε δυο τρεις μέρες να βολευτούν, γιατί μόλις χθες επέστρεψαν από το τριήμερο, και βλέπουμε. Πάντως, να παρακαλέσω τους ενδιαφερόμενους να βιαστούμε λιγάκι, γιατί ό,τι είναι να γίνει καλό είναι να συμβεί μέσα στον Νοέμβριο. Μετά ακολουθεί ο Δεκέμβριος με τις γιορτές και οι εθνικές προτεραιότητες αλλάζουν: έρχονται δώρα, ψώνια, «επενδύσεις» σε νυχτερινά (πολιτιστικά) κέντρα, αλλά και νέες εκδρομές σε χειμερινούς προορισμούς.

Μόνο οι γραφικοί, οι ψυχοπαθείς και κάποιοι εμπορευόμενοι, όπως ο κ. Βελόπουλος, μιλούν ευθέως για πόλεμο με την Τουρκία, όμως η ιδέα κρύβεται μέσα στο κεφάλι πολλών από αυτούς που ονομάζουμε «υπερπατριώτες», παρότι δεν τολμούν να την αρθρώσουν. Νομίζω, λοιπόν, ότι έχουμε χρέος να εξετάσουμε το σενάριο του πολέμου, διότι ακόμη και ο κ. Βελόπουλος το εννοεί ως τρόπο που θα οδηγήσει στη λύση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Οσοι άλλωστε έχουν άποψη για τα ελληνοτουρκικά και διατυπώνουν τις θέσεις τους δημοσίως αποβλέπουν στη λύση των προβλημάτων, όχι στη διαιώνισή τους. Και είναι αλήθεια ότι ο πόλεμος μπορεί να είναι η λύση στα ελληνοτουρκικά. Σίγουρα δεν θα είναι η καλύτερη λύση, διότι το πιθανότερο είναι να ηττηθούμε. Ομως, στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν, οι σημερινές διαφορές μας με την Τουρκία για τις θαλάσσιες ζώνες θα διευθετηθούν εύκολα, διότι τότε θα μας απασχολούν άλλα και πολύ σοβαρότερα, όπως οι ανθρώπινες απώλειες, οι καταστροφές και οι αποζημιώσεις. Επομένως, ο πόλεμος μπορεί πράγματι να οδηγήσει στη λύση των ελληνοτουρκικών, μόνο που θα είναι η χειρότερη δυνατή λύση και θα είναι οριστική.

Ας το σκεφτούν εκείνοι που είναι περισσότερο πατριώτες από εμάς τους υπόλοιπους κι ας πάρουν τις αποφάσεις τους. Επαναλαμβάνω μόνο την παράκλησή μου πως ό,τι είναι να γίνει ας γίνει τον Νοέμβριο και γρήγορα. Ας μη χαλάσουμε τις γιορτές μας…

Να καταπιαστώ όμως λίγο και με το θέμα που κυριάρχησε στην εσωτερική ειδησεογραφία των ημερών, δηλαδή τη μετωπική του Αντώνη Σαμαρά με τον Πρωθυπουργό. Μολονότι η διαμάχη έγινε για τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, αυτό ήταν μόνο η αφορμή. Τα πραγματικά αίτια του μένους του κ. Σαμαρά είναι ψυχολογικά. Δεν μπορεί να χωνέψει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στον οποίον αυτός έδωσε την ευκαιρία να αναδειχθεί, έχει εξελιχθεί σε έναν από τους καλύτερους πρωθυπουργούς της εποχής από τη Μεταπολίτευση και μετά. Δεν είναι άλλο το πρόβλημά του, μη γελιέστε. Δεν είναι καν αντιπαλότητα από πλευράς του κ. Σαμαρά, είναι μίσος το οποίο τον τυφλώνει. Και η τύφλωσή του διαπιστώνεται στην επιπολαιότητα των ενεργειών του: στα ανυπόστατα επιχειρήματά του («λέγεται», «ακούγεται» κ.λπ.), στην ατυχή περίσταση που επέλεξε για την παρέμβασή του (απονομή βραβείου γυναικείου περιοδικού), όπως και στο γεγονός ότι προσέβαλε τους οικοδεσπότες του, παρουσιάζοντάς τους περίπου σαν προδότες. Νομίζω ότι πολλά σε αυτή τη ζωή θα είχαν πάει καλύτερα, αν ο κ. Σαμαράς είχε κάνει στα νιάτα του μερικά χρόνια ψυχανάλυση. Και για τον ίδιο καλύτερα και για εμάς τους υπόλοιπους. Ισως είχαμε γλιτώσει το Μακεδονικό, ίσως ακόμη να είχαμε γλυτώσει και τον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο εκείνος νομιμοποίησε με τα «Ζάππεια», για να μην ξεχνιόμαστε.