Πριν από λίγες ημέρες, η 71χρονη Ζιζέλ Πελίκο προχώρησε σε μία συγκλονιστική κατάθεση ενώπιον του δικαστηρίου της Αβινιόν, όπου διεξάγεται η δίκη του αιώνα που όχι μόνο συνταράσσει τη Γαλλία αλλά φιλοδοξεί και να την αλλάξει.
Aπαιτώντας τη διεξαγωγή δημόσιας δίκης, η Ζιζέλ Πελίκο πυροδότησε έναν εθνικό διάλογο για τη σεξουαλική βία στη Γαλλία.
Συνολικά 50 άνδρες κατηγορούνται ότι βίασαν την Ζιζέλ Πελικό όσο εκείνη ήταν αναίσθητη. Ενορχηστρωτής αυτής τη φρίκης είναι ο σύζυγος της Ζιζέλ, ο 71χρονος Ντομινίκ, ο οποίος νάρκωνε τη σύζυγό του, στρατολογούσε τους άνδρες που τη βίαζαν για χρόνια και μαγνητοσκοπούσε τις αποτρόπαιες πράξεις.
Ανήμερα της κατάθεσης της Ζιζέλ, η οποία με τη στάση της έχει αναδειχθεί σε σύμβολο του φεμινισμού που ξεπερνά τα εθνικά σύνορα, υποστηρικτές της 71χρονης την περίμενα στο δικαστήριο προκειμένου να την υποδεχθούν με επευφημίες, όπως και έγινε. Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, η ίδια δήλωσε πως «Μου λένε πως είμαι γενναία. Όμως δεν είναι γενναιότητα». «Είναι η θέληση και η αποφασιστικότητα να αλλάξω την κοινωνία».
Με την απόφασή της να απαιτήσει δημόσια διεξαγωγή της δίκη, η Ζιζέλ πυροδότησε έναν εθνικό διάλογο για τη σεξουαλική βία στη Γαλλία. Από την έναρξη της δίκης τον περασμένο μήνα, χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας «Είμαστε όλοι Ζιζέλ», προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για την “κουλτούρα του βιασμού”. Καλλιτέχνες ζωγράφισαν τοιχογραφίες της Πελίκο και έγραψαν συνθήματα όπως «Μην με ναρκώνεις» και «Θάνατος στην Πατριαρχία». Διανοούμενοι και πολιτικοί δημοσίευσαν άρθρα και συλλογές υπογραφών, ενώ περισσότεροι από 200 άνδρες πρότειναν έναν «οδικό χάρτη» για τον τερματισμό της «ανδρικής κυριαρχίας».
Ο Ντομινίκ Πελίκο, ομολόγησε ότι προσκαλούσε φαινομενικά συνηθισμένους άνδρες να κακοποιούν σεξουαλικά την βαριά ναρκωμένη σύζυγό του για σχεδόν μία δεκαετία. Η αστυνομία εντόπισε πάνω από 80 υπόπτους, αλλά κατηγόρησε μόνο 50, με όλους τους κατηγορούμενους να έχουν φωτογραφηθεί και βιντεοσκοπηθεί από τον ίδιο τον Πελίκο.
Οι άνδρες αυτοί, ηλικίας από 26 έως 74 ετών, προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα – οι περισσότεροι είναι επαγγελματικά επιτυχημένοι και πολλοί είναι παντρεμένοι με παιδιά. Όπως επισημαίνουν αρκετοί, οι 50 αυτοί άνδρες αποτελούν δείγμα της γαλλικής κοινωνίας: είναι ο γείτονάς σας, ο «κύριος Καθένας», ο μέσος πολίτης.
Η Ζιζέλ υποστηρίζει ότι η ιστορία της, αν και ακραία, περιέχει μαθήματα για όλους, και ιδιαίτερα για τις γυναίκες. «Ένας βιαστής δεν είναι μόνο κάποιος που συναντάς σε ένα σκοτεινό πάρκινγκ αργά το βράδυ. Μπορεί να βρίσκεται στην οικογένεια, ανάμεσα σε φίλους», δήλωσε από το εδώλιο.
Εδώ και δεκαετίες, η Γαλλία περηφανεύεται για τα μοναδικά σεξουαλικά της ήθη. Ωστόσο, το 2011, όταν ο Γάλλος πολιτικός Ντομινίκ Στρος-Καν κατηγορήθηκε για βιασμό μιας καμαριέρας στη Νέα Υόρκη, πολλοί στη Γαλλία τον υπερασπίστηκαν, λέγοντας πως είναι ένας φιλελεύθερος, ένας γοητευτικός άνδρας, αλλά σίγουρα όχι βιαστής. Το 2018, 100 Γαλλίδες, ανάμεσά τους και η ηθοποιός Κατρίν Ντενέβ, υπέγραψαν δημόσια επιστολή υπέρ της σεξουαλικής ελευθερίας, επικρίνοντας τον “πουριτανισμό” του κινήματος #MeToo.
Η Ζιζέλ Πελίκο επιμένει σε δημόσια διεξαγωγή της δίκης για να αμφισβητήσει την εικόνα της Γαλλίας στον τομέα της σεξουαλικότητας. «Η ντροπή πρέπει να αλλάξει πλευρά», από τα θύματα στους δράστες, έχει επαναλάβει πολλές φορές, σύνθημα που έγινε σύμβολο για το ευρύτερο φεμινιστικό κίνημα. «Η ντροπή δεν είναι δική μας – είναι δική τους», υπογράμμισε για ακόμη μία φορά στο δικαστήριο αυτή την εβδομάδα.
Η Ζιζέλ Πελίκο ζήτησε να παρουσιαστούν στο δικαστήριο οι χιλιάδες φωτογραφίες και τα βίντεο που ανακάλυψε στον υπολογιστή του συζύγου της, σε έναν φάκελο με όνομα «Κακοποιήσεις». Ο δικηγόρος της τόνισε πως η κοινωνική αλλαγή απαιτεί «το θάρρος να δείξουμε τι ακριβώς είναι ο βιασμός… με μια ξεκάθαρη και ακριβή απεικόνιση, αντί μιας απλής περιγραφής».
Εκτός από τον Ντομινίκ Πελίκο, περίπου δώδεκα από τους κατηγορούμενους έχουν δηλώσει ένοχοι. Άλλοι 30 υποστηρίζουν την αθωότητά τους, παρά τα εκτενή και αδιάσειστα στοιχεία.
Ορισμένοι δικηγόροι της υπεράσπισης υποστηρίζουν ότι τα γεγονότα στο σπίτι του ζευγαριού στο Μαζάν δεν ήταν βιασμός, αλλά ένα «ελευθεριάζον παιχνίδι» που οργάνωσε ο Ντομινίκ Πελίκο, στο οποίο η σύζυγός του είχε συναινέσει και προσποιούνταν ότι κοιμάται. Ένας από τους κατηγορούμενους υποστήριξε ότι η συγκατάθεση του συζύγου αρκούσε: «Είναι η γυναίκα του. Κάνει ό,τι θέλει με αυτήν». Ένας άλλος υποστήριξε πως οι πράξεις του δεν αποτελούν βιασμό: «Δεν έχω την καρδιά ενός βιαστή… Για μένα, βιασμός είναι να πιάνεις κάποιον στον δρόμο».
Τα επιχειρήματα αυτά ανέδειξαν ένα περίπλοκο ζήτημα: η έννοια της συγκατάθεσης δεν περιλαμβάνεται στον ορισμό του βιασμού στη γαλλική νομοθεσία. Ο βιασμός παραδοσιακά θεωρείτο ως έγκλημα ενάντια στην τιμή της οικογένειας της γυναίκας, ενάντια στον πατέρα ή στον σύζυγό της, παρά ως παραβίαση της δικής της αξιοπρέπειας.
Μια δίκη – ορόσημο για τη νομική ιστορία της Γαλλίας, διεξήχθη το το 1978, στην οποία η φεμινίστρια δικηγόρος Ζιζέλ Χαλιμί βοήθησε στην καταδίκη τριών ανδρών για βιασμό δύο γυναικών σε μια εκδρομή και ενέπνευσε νέο νόμο που όριζε τον βιασμό ως κάθε πράξη σεξουαλικής διείσδυσης που γίνεται με «βία, εξαναγκασμό, απειλή ή έκπληξη». Η λέξη «συγκατάθεση» αναφέρθηκε πολλές φορές στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις, αλλά δεν συμπεριλήφθηκε στο τελικό κείμενο. Επειδή ο νόμος επιτρέπει σε κάποιους από τους παραπάνω όρους που συνθέτουν τη νομική έννοια του βιασμού να παραμένουν αόριστοι, οι δικαστές έχουν την εξουσία να αποφασίζουν τι συνιστά βιασμό σε κάθε περίπτωση.
Μετά το κίνημα #MeToo, αυτός ο ορισμός του βιασμού φαίνεται όλο και πιο προβληματικός. Όπως έγινε φανερό από το σκάνδαλο Χάρβεϊ Γουάινστιν και τις υποθέσεις που ακολούθησαν, τα περισσότερα περιστατικά σεξουαλικής βίας – κατά 91% σύμφωνα με μελέτη του 2018 που ανέθεσε η γαλλική κυβέρνηση – δεν περιλαμβάνουν γυναίκες που «πιάνονται στον δρόμο» ή σε «σκοτεινά πάρκινγκ», αλλά λαμβάνουν χώρα σε οικεία περιβάλλοντα, με φίλους, συναδέλφους ή μέλη της οικογένειας. Μεταξύ 2012 και 2021, το 86% των ποινικών υποθέσεων σεξουαλικής βίας στη Γαλλία τέθηκαν στο αρχείο επειδή δεν συμβάδιζαν με το νομικό πλαίσιο, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Δημόσιων Πολιτικών της Γαλλίας (IPP).
Με φόντο τη δίκη της Ζιζέλ Πελίκο, πολιτικοί και νομικοί στη Γαλλία πιέζουν για τροποποίηση του νόμου ώστε να ορίζεται ο βιασμός ως σεξ χωρίς συγκατάθεση. Η Ισπανία υιοθέτησε το 2022 τον νόμο “Μόνο το ναι σημαίνει ναι”, όπου η συγκατάθεση πρέπει να είναι σαφής και δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη ή να υπονοείται σιωπηλά. Στη Σουηδία, οι καταδίκες για βιασμό αυξήθηκαν κατά 75% αφότου το 2017 προστέθηκε η έννοια της συγκατάθεσης στον νόμο. Αν και οι νόμοι για τον βιασμό διαφέρουν στις ΗΠΑ, πολλές πολιτείες αναγνωρίζουν το σεξ χωρίς συγκατάθεση ως βιασμό.
Οι υποστηρικτές αυτής της αλλαγής αναφέρουν πως αν ο νόμος εστιάσει στη συγκατάθεση θα συμβάλει στην εξάλειψη της ατιμωρησίας γύρω από τον βιασμό, θα αφαιρέσει το στίγμα από τα θύματα και θα αντιμετωπίσει τη φύση της σεξουαλικής βίας. Ωστόσο, πολλοί στη Γαλλία διστάζουν να κάνουν αυτό το βήμα. Ένα από τα επιχειρήματα είναι ότι η προσπάθεια να εξακριβωθεί εάν υπήρξε σαφής συγκατάθεση θα μετατόπιζε την προσοχή από τη συμπεριφορά του δράστη στη συμπεριφορά του θύματος.
Οι φωνές και οι απόψεις που ακούγονται γύρω από το θέμα συγκλονίζουν και μοιάζει να φτάνουν στα αυτιά μας από τον μεσαίωνα. Ένας πρώην υπουργός δικαιοσύνης ανησυχεί ότι η απαίτηση για θετική συγκατάθεση θα επιφέρει «συμβασιοποίηση των σεξουαλικών σχέσεων». Η φιλόσοφος Σιλβιάν Αγκασίνσκι αναφέρει ξανά και ξανά ότι η νομική εμπλοκή στις σεξουαλικές σχέσεις θα θέσει άντρες και γυναίκες «σε αντιπαράθεση, σαν δύο αντίπαλες στρατιές».
Η κοινωνιολόγος Ναταλί Εϊνίχ λέει ότι η υπόθεση Πελίκο θα οδηγήσει σε έναν «εφιαλτικό νεοφεμινισμό» που θα βλέπει όλες τις σεξουαλικές σχέσεις μέσα από το πρίσμα της καχυποψίας και της ενοχής. Ένας δικηγόρος υπεράσπισης στην υπόθεση Πελίκο υποστήριξε ξεδιάντροπα πως η συγκατάθεση δεν είναι απαραίτητη για σεξ στη Γαλλία: «Δεν είμαστε στην αμερικανική νομοθεσία».
Το αν η υπόθεση Πελίκο θα αποτελέσει ορόσημο για το γαλλικό δίκαιο και τις πολιτισμικές αντιλήψεις δεν είναι ακόμη σαφές. Είναι όμως φανερό πως η εθνική κατακραυγή που προκάλεσε αυτή η υπόθεση είναι το αποκορύφωμα δεκαετιών κατηγοριών για βιασμό και σεξουαλική βία στη γαλλική κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων της πολιτικής, των μέσων ενημέρωσης, της εκκλησίας, του κινηματογράφου, της ψυχοθεραπείας και της ανώτατης εκπαίδευσης. Καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι δημοσιοποιούν τις ιστορίες τους, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αποδοθούν τα περιστατικά σεξουαλικής βίας σε λίγους «διεφθαρμένους» ή «τερατώδεις» άνδρες.
Αντίθετα, πολλές φεμινίστριες ζητούν από τη Γαλλία να αντιμετωπίσει τη σεξουαλική βία ως δομικό πρόβλημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η σεξουαλική βία είναι «φυσική» για όλους τους άντρες, αλλά ότι είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης κουλτούρας που επιτρέπει και ενίοτε επιβραβεύει την απαράδεκτη συμπεριφορά. Αν οι κοινωνικοί και σεξουαλικοί κανόνες μαθαίνονται, μπορούν και να “ξεμαθαίνονται”.