Οι οικογένειες 20 ανδρών που φυλακίστηκαν επειδή αρνήθηκαν να πολεμήσουν για τη διατήρηση της πρώην ολλανδικής αποικίας στην Ινδονησία και έμειναν γνωστοί στην ιστορία ως «Αρνητές της Ινδονησίας», ζήτησαν την επίσημη εξιλέωσή τους, σύμφωνα με τον Guardian.

Κι αυτό, γιατί τότε οι συγγενείς τους χαρακτηρίστηκαν «λιποτάκτες, προδότες και δειλοί» αλλά στην πραγματικότητα ήταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας.

Η περίοδος από το 1945 μέχρι το 1960 έχει μείνει γνωστή ως περίοδος των απο-αποικιοποιήσεων, καθώς τότε δεκάδες νέα κράτη στην Ασία και την Αφρική κατάφεραν να αποκτήσουν αυτονομία ή πλήρη ανεξαρτησία από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες που κυριαρχούσαν στη γη τους.

Μία από αυτές τις χώρες ήταν και η Ινδονησία. Η ολλανδική αποικιοκρατία ξεκινά στην Ινδονησία στις αρχές του 17ου αιώνα, ωστόσο Ολλανδοί ανέλαβαν επίσημα τον έλεγχο της Ινδονησίας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ιδίως μετά τον πόλεμο της Ιάβας (1825-1830).

Η ολλανδική αποικιοκρατία διήρκεσε μέχρι την ιαπωνική κατοχή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από το 1942 έως το 1945.

Μετά τον πόλεμο, ξεκίνησε ένας αγώνας για ανεξαρτησία. Η Ινδονησία κήρυξε την ανεξαρτησία της στις 17 Αυγούστου 1945, αλλά οι Ολλανδοί αρνήθηκαν να την αναγνωρίσουν, γεγονός που οδήγησε στην Εθνική Επανάσταση της Ινδονησίας.

Μια επίσημη έρευνα για την περίοδο κατά την οποία οι ολλανδικές αποικίες εξεγέρθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο διαπίστωσε ότι η στρατιωτική εκστρατεία στην Ινδονησία είχε συστηματικά χρησιμοποιήσει «υπερβολική βία» και διέπραξε σφαγές εκατοντάδων αθώων.

Η ολλανδική κυβέρνηση επιστράτευσε 120.000 άνδρες για να «νικήσει τη Δημοκρατία της Ινδονησίας  με οποιοδήποτε κόστος», σύμφωνα με την επίσημη έρευνα. «Διεξήγαγαν έναν μάταιο πόλεμο που γινόταν όλο και πιο βίαιος … Οι ολλανδικές ένοπλες δυνάμεις χρησιμοποιούσαν ακραία βία σε συχνά και συστηματικά…».

Σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν, υπερβολικής βίας και άδικης επιβολής, υπήρχαν κάποιοι στρατιώτες των οποίων η ηθική δεν τους επέτρεπε να πολεμήσουν.

Οι 20 αυτοί στρατιώτες, αντιρρησίες συνείδησης, γνωστοί και ως «Αρνητές της Ινδονησίας» (Indonesië-weigeraars) δεν δέχτηκαν να συμμετέχουν.

Οι άνθρωποι αυτοί κατηγορήθηκαν ως λιποτάκτες και εξέτισαν ποινή φυλάκισης.

Τώρα, περίπου 80 χρόνια μετά, οι οικογένειες τους  υπερασπίζονται τις αποφάσεις τωμ συγγενών τους και ζητούν δικαίωση.

Κάλεσαν τη σημερινή δεξιά κυβέρνηση να καθαρίσει τα ονόματα των πατεράδων τους. «Θέλουμε να ακυρωθούν οι ετυμηγορίες επειδή οι πατεράδες μας εξακολουθούν να καταγράφονται ως λιποτάκτες, προδότες και δειλοί», δήλωσε η Nel Bak, 68 ετών, από το Middenbeemster.

Η Bak και η 95χρονη μητέρα της ζήτησαν χάρη για τον πατέρα της, Jan de Wit, ο οποίος φυλακίστηκε για τρία χρόνια μαζί με Ολλανδούς φασίστες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Ο πατέρας μου προερχόταν από κομμουνιστικό περιβάλλον και σεβόταν το αίτημα για ανεξαρτησία . Πίστευε ότι δεν είχαμε καμία δουλειά εκεί», δήλωσε η Μπακ.

Ο Eelco van der Waals, 68 ετών, από τη Χάγη, έλαβε επίσημη συγγνώμη για τη «σκληρή» φυλάκιση του ειρηνιστή πατέρα του, Koos. Αλλά δήλωσε ότι η πλήρης αποκατάσταση θα φέρει σημαντικά ιστορικά διδάγματα.

Ο Peter Hartog, 70 ετών, από το Ρότερνταμ, δήλωσε ότι ήθελε επίσης αποκατάσταση για τον πατέρα του, Rienus Hartog, ο οποίος συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να σκοτώσει όταν διατάχθηκε να μαχαιρώσει ένα σκιάχτρο.

«Ο πατέρας μου πάντα υπερασπιζόταν τις επιλογές του και του αξίζει η θέση του στην ιστορία», δήλωσε ο Hartog.

Ο Jurjen Pen, δικηγόρος που διεξάγει εκστρατεία υπέρ των αντιρρησιών συνείδησης, δήλωσε ότι είναι άδικο να ζητείται από τους συγγενείς να αποδείξουν ότι οι άνδρες γνώριζαν για την υπερβολική βία, δεδομένης της περιορισμένης επικοινωνίας και της επίσημης άρνησης δεκαετιών.

«Όλες οι ποινές θα πρέπει να διαγραφούν», είπε. «Το έκαναν στη Γερμανία ,για τους ανθρώπους που αρνήθηκαν να πολεμήσουν για τους Ναζί».

Σύμφωνα με τον Pen υπάρχουν τρεις μορφές αποκατάστασης σύμφωνα με την ολλανδική νομοθεσία: η συγγνώμη για την ανάρμοστη μεταχείριση ενός ατόμου, η αποκατάσταση του καλού του ονόματος και η πλήρης αμνηστία που διαγράφει ολόκληρη την ετυμηγορία.

Υποστήριξε ότι η τελευταία ήταν πιο κατάλληλη για τους  «Αρνητές της Ινδονησίας».