Πολλοί αναλυτές ισχυρίζονται ότι οι εκλογές της 5ης Νοεμβρίου είναι οι σημαντικότερες στις ΗΠΑ από το 1860. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι θα συμφωνούσαν, μια και δεν διακυβεύεται μόνο το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας αλλά και η παγκόσμια κοινότητα, όπως διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι αλλαγές που θα φέρει ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ και ποιο είναι το διακύβευμα για την Ευρώπη σε τρεις καθοριστικούς τομείς (άμυνα, εμπορικές σχέσεις και κλιματική πολιτική).

Οι διατλαντικές σχέσεις υπέστησαν σοβαρό πλήγμα κατά την προεδρία Τραμπ, ενισχύθηκαν εν μέρει υπό τον Μπάιντεν και τώρα βρίσκονται ξανά σε κρίσιμη καμπή, εάν ο Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο.

Οι εκλογές χαρακτηρίζονται από αστάθεια. Χάρις και Τραμπ συνεχίζουν να βρίσκονται στήθος με στήθος σε κρίσιμες πολιτείες-κλειδιά. Η κλιμάκωση στη Μέση Ανατολή έχει προσθέσει περαιτέρω αβεβαιότητα στην τελική ευθεία των εκλογών.

Η προεκλογική εκστρατεία είναι μάλλον από η πιο δραματική και απρόβλεπτη των τελευταίων δεκαετιών. Δύο απόπειρες δολοφονίας κατά του Τραμπ, η πρόσφατη καταδίκη του για κακούργημα και η ξαφνική απόσυρση του Μπάιντεν υπέρ της Αντιπροέδρου του, διαμόρφωσαν το σκηνικό. Με το ιστορικό του Τραμπ, δεν μπορεί να αποκλειστεί ο  σοβαρός κίνδυνος αμφισβήτησης των αποτελεσμάτων, ειδικά αν η διαφορά είναι οριακή, με καμία πλευρά να μην αποδέχεται την ήττα.

Ποιό είναι όμως το διακύβευμα για την Ευρώπη;

Όπως γράφει το Τhe Conversation, μια νίκη του Τραμπ θα έχει πιο άμεσες αρνητικές επιπτώσεις για την ΕΕ σε σύγκριση με μια προεδρία της Χάρις. Μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα υπονομεύσει τη δημοκρατία των ΗΠΑ και θα οδηγήσει σε μια πιθανώς μη αναστρέψιμη αποδυνάμωση των διατλαντικών σχέσεων.

Η ανοιχτή υποστήριξη του Τραμπ προς αυταρχικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη, όπως το κόμμα Fidesz του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, θα ενισχύσει και θα νομιμοποιήσει την ακροδεξιά στην ήπειρο.

Στην Ευρώπη λοιπόν, οι επιπτώσεις αναμένεται να γίνουν πιο έντονα αισθητές σε τρεις βασικούς τομείς: την άμυνα, το εμπόριο και την πολιτική για το κλίμα.

Ένα από τα σημαντικότερα σημεία διαφοράς μεταξύ των δύο υποψηφίων είναι η στάση του Τραμπ απέναντι στο ΝΑΤΟ και η έλλειψη υποστήριξής του προς την Ουκρανία. Ο Τραμπ έχει δηλώσει πως θα μπορούσε να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε 24 ώρες, ωστόσο ελάχιστοι πιστεύουν ότι μια συμφωνία ειρήνης με τη Ρωσία υπό τη διαμεσολάβησή του θα προστάτευε την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.

Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο Τραμπ είχε απειλήσει ακόμα και με αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, κάτι που, αν το έκανε πράξη, θα ενίσχυε αντιπάλους όπως η Ρωσία και θα έθετε σε κίνδυνο τη συνολική ασφάλεια της Ευρώπης.

Από την άλλη, η Χάρις έχει δείξει αμέριστη στήριξη τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και την Ουκρανία. Αν εκλεγεί, η στάση αυτή θα συνεχίσει να ενισχύει την ασφάλεια που έχει διατηρήσει τη σταθερότητα της Ευρώπης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ωστόσο, αναλυτές στηρίζουν πως ακόμα και με νίκη της Χάρις, η ΕΕ θα πρέπει να ενισχύσει τις δικές της δυνατότητες άμυνας και να μειώσει την υπερβολική εξάρτησή της από τις ΗΠΑ.

Η οικονομική σχέση ΕΕ-ΗΠΑ είναι η πιο σημαντική στον κόσμο, με την αξία των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο πλευρών να ξεπερνά τα 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Για σύγκριση, το ετήσιο εμπόριο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας ανέρχεται στα 758 δισεκατομμύρια δολάρια, με τις ΗΠΑ να έχουν μεγάλα ελλείμματα και στις δύο περιπτώσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Τραμπ έχει υποσχεθεί δασμό 10% σε όλες τις εισαγωγές και νέους δασμούς 60% ή και παραπάνω σε όλα τα προϊόντα από την Κίνα. Θεωρεί την ΕΕ ανταγωνιστή, όπως και την Κίνα.

Δεν υπάρχει ένδειξη ότι η προσέγγιση της Χάρις θα είναι πιο ήπια – ο Μπάιντεν ήταν εξίσου σκληρός απέναντι στην ΕΕ, και η Χάρις αναμένεται να συνεχίσει την πολιτική του. Στην προεκλογική της εκστρατεία φαίνεται να υιοθετεί στάση εναντίον της Κίνας.

Η ΕΕ θα βρεθεί, λοιπόν, σε δύσκολη θέση, αντιμετωπίζοντας δασμούς στις εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ και παράλληλα πιέσεις από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση για σκληρή στάση κατά της Κίνας. Έτσι, ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αυξημένου ανταγωνισμού μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, με κάθε πλευρά να απαντά στους δασμούς της άλλης με πολιτικές προστατευτισμού.

Υπάρχουν τρόποι να αποφευχθεί ή να μετριαστεί η αντιπαράθεση στο εμπόριο, όπως η αναζήτηση διαλόγου μέσω του Συμβουλίου ΕΕ-ΗΠΑ για το Εμπόριο και την Τεχνολογία (TTC) για την αποκλιμάκωση των διαφορών πριν προκύψουν. Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να επιδιώξει τη διαφοροποίηση και να εξασφαλίσει εμπορικές συμφωνίες με άλλους εταίρους, όπως οι Mercosur και Ινδία.

Τέλος, εξαιρετικά καθοριστικό ρόλο θα παίξει η κλιματική πολιτική του νέου προέδρου των ΗΠΑ.

Ο Τραμπ έχει δεσμευτεί ότι, εάν επανεκλεγεί, θα αποχωρήσει εκ νέου από τη Συμφωνία του Παρισιού του 2015. Έχει επίσης υποσχεθεί αύξηση της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου . Αυτές οι πολιτικές, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα καταστήσουν αδύνατο τον στόχο της Συμφωνίας για περιορισμό της παγκόσμιας υπερθέρμανσης στους 1,5 βαθμούς Κελσίου.

Η Χάρις, από την άλλη πλευρά, έχει δείξει μια ανησυχητική σιωπή σχετικά με τα κλιματικά ζητήματα στην προεκλογική της εκστρατεία, γεγονός που επίσης δεν αποτελεί καλό οιωνό για τις ευρωπαϊκές προσπάθειες αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης.

Ένα πράγμα είναι σαφές: Είτε ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο Τραμπ είτε η Χάρις, οι Ευρωπαίοι πρέπει να κατανοήσουν ότι οι διατλαντικές σχέσεις έχουν ήδη αλλάξει αμετάκλητα και ότι τα συμφέροντα και οι αξίες της ΕΕ δεν είναι πλέον απόλυτα ευθυγραμμισμένα με αυτά της Αμερικής.

Τα ευρωπαϊκά κράτη φαίνεται πως πρέπει να προετοιμαστούν για μια αλλαγή στην παγκόσμια τάξη, στην οποία θα βασίζονται πολύ περισσότερο στον εαυτό τους και σε άλλους πιθανούς συμμάχους (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Νότια Κορέα) παρά στους παραδοσιακούς διατλαντικούς εταίρους, ανεξάρτητα από τον νικητή της 5ης Νοεμβρίου.