Γύρω στη 21.00, ένα βράδυ του 1940, ένα πολυτελές αυτοκίνητο ανέβαινε στη Κηφισιά. Στα πίσω καθίσματα κάθονταν οι δύο ισχυρότεροι άνδρες της 4ης Αυγούστου, ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης. Ξαφνικά, ο δικτάτορας άρχισε να ουρλιάζει με χειρονομίες, ώστε ο συνεπιβάτης του φοβήθηκε ότι θα του έρθει συγκοπή.
Ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης ήταν ο υφυπουργός Δημόσιας Ασφαλείας και ένας εκ των πιο έμπιστων και ικανών συνεργατών του Ιωάννη Μεταξά. Σε εκείνη τη διαδρομή, Μανιαδάκης, που γνώριζε για 17 χρόνια τον Μεταξά, προσπαθούσε να πείσει τον ισχυρό άνδρα του καθεστώτος να διατάξει επιστράτευση καθώς οι Ιταλοί γίνονταν ολοένα και πιο επιθετικοί στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Προηγουμένως, ο ίδιος ο αρχηγός του ΓΕΣ, Αλέξανδρος Παπάγος, βλέποντας την «απάθεια» του προέδρου της κυβέρνησης, απειλούσε να παραιτηθεί. «Φαίνεται ότι ο Μεταξάς δεν έχει σκοπό να πολεμήσει σοβαρά και εγώ δεν εννοώ εις το τέρμα του στρατιωτικού μου βίου να κατηγορηθώ και να ατιμαστώ και γι’ αυτό παραιτούμαι» είχε πει στον Μανιαδάκη σε μια συνομιλία.
Τότε, ο Μεταξάς έδωσε εντολή στον οδηγό να αλλάξει αμέσως κατεύθυνση, και να τους πάει προς Πάρνηθα. Αφού άκουσε τον Μανιαδάκη, του έδωσε μια οργισμένη απάντηση που τρόμαξε τον υπουργό Ασφαλείας της 4ης Αυγούστου:
«Μανιαδάκη, αν αποτύχει το σχέδιό μου θα πληρώσεις και συ μαζί μου!»
«Εάν κάμω την επιστράτευση όπως μου ζητεί το ΓΕΣ, τούτο, πλην των άλλων, ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί από τον Μουσολίνι και ως δικαιολογία της επιθέσεώς του εναντίον μας, και πανταχόθεν μου έχει υποδειχτεί να αποφύγω την πρόκληση. Το γνωρίζω ότι αν αποτύχει το σχέδιό μου θα κατηγορηθώ ως προδότης. Οι αναφορές και τα υπομνήματα του Α/ΓΕΣ θα είναι έγγραφοι αποδείξεις, επί των οποίων θα θεμελιωθεί εναντίον μου φοβερά κατηγορία. Έχω αδυνατίσει 11 κιλά, γυρίζοντας στο κρεβάτι μου σαν αρνί στη σούβλα, δια να λύσω το πρόβλημα του πως θα δυνηθεί κατά τρόπον έντιμον η μικρά Ελλάς να αμυνθεί της ανεξαρτησίας της και της τιμής της» είπε εξοργισμένος.
Ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, σε πρώτο πλάνο, τρίτος από αριστερά, (με πολιτικά ρούχα).
Στη συνέχεια ο Μεταξάς ανέφερε πως «έχω βρει λύσιν η οποία όμως έχει τους κινδύνους της και γνωρίζω ότι εάν το σχέδιό μου αποτύχει θα πληρώσω ακριβά. Θα είναι τόσον συντριπτικά τα εναντίον μου στοιχεία, ώστε θα παρασυρθούν και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου και οι φίλοι μου να παραδεχθούν ότι μπλόφαρα και δεν είχα σκοπό να πολεμήσω πραγματικά. Θα προσέλθουν και πολλοί αυτόκλητοι μάρτυρες κατηγορίας, δια να ανατρέξουν εις τον παλαιόν διχασμό και να εύρουν εκεί την εναντίον μου συκοφαντία, ως γερμανόφιλου, και να με κατηγορήσουν ότι εσκεμμένως άφησα απροστάτευτα τα σύνορα. Επειδή όμως δεν έχω άλλο τρόπο να υπηρετήσω την Πατρίδα μου, παρά μόνον με το στρατηγικό μου σχέδιο, είμαι αποφασισμένος, εάν αποτύχει να θυσιάσω και τη ζωή μου και την τιμήν μου(…) Μανιαδάκη, αν αποτύχει, θα πληρώσεις και συ μαζί μου».
Έτσι ο Μεταξάς δεν ήθελε να προκαλέσει την Ιταλία. Ποιο ήταν όμως το σχέδιό του, το οποίο δεν το ανακοίνωνε ούτε στον Αλέξανδρο Παπάγο; Σύμφωνα με βιβλίο για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, που εξέδωσε μεταπολεμικά ο Επιτελάρχης του Β’ Σώματος Στρατού, Δημήτρης Μαχάς, ο βασικός εισηγητής του ήταν ο ίδιος ο… Δημήτρης Μαχάς.
Ο Μαχάς ανέφερε πως αρκετούς μήνες πριν, το περιστατικό στην Πάρνηθα, τον Αύγουστου του 1939, ο Μεταξάς είχε καλέσει στο γραφείο του τον αντισυνταγματάρχη Δημήτρη Μαχά. Αφού του ζήτησε να του εκθέσει τις απόψεις περί των δυνατοτήτων του ελληνικού στρατού, έναντι της ιταλικής αυτοκρατορίας, του σημείωσε ότι οπωσδήποτε εάν επιτεθούν οι Ιταλοί, οι Έλληνες θα αμυνθούν, αλλά αλλά λόγω του ότι η Ιταλία είναι μεγάλη δύναμη, «εις το τέλος θα υποκύψωμεν».
Ο Επιτελάρχης του Β’ Σώματος Στρατού, Δημήτριος Μαχάς.
Ο Μαχάς, όμως είχε άλλη γνώμη. «Του απάντησα ότι όταν μιλάμε για ιταλοελληνικό πόλεμο στα Βαλκάνια, πρέπει να εννοούμε πόλεμο μεταξύ του εν Αλβανία Ιταλικού εκστρατευτικού σώματος και ολόκληρου του Ελληνικού Στρατού. Η Ιταλία συνέχισα έχει και άλλα μέτωπα και η δύναμη του ιταλικού στρατού στην Αλβανία δεν θα είναι δυνατόν να αυξάνεται απεριορίστως λόγω των αναγκών των άλλων μετώπων της Ιταλίας. Και αν υπολοσιστεί το ανώτατο όριο της δυνάμεως, στο οποίο θα ήταν δυνατόν να ανέλθει το ιταλικό εκστρατευτικό σώμα στην Αλβανία, νομίζω ότι τούτο –το ανώτατο όριο- θα είναι αδύνατον να υπερβεί κατά πολύ την δύναμιν του Ελληνικού Στρατού» περιγράφει ο Μαχάς, σημειώνοντας πως μόλις τον άκουσε ο Μεταξάς συμφώνησε αμέσως μαζί του.
Ο Μαχάς στη συνέχεια πρόσθεσε: «Επιβάλλεται λοιπόν να δώσουμε την εντύπωση στους Ιταλούς ότι εις τα δυνάμεις τούτων οι οποίες θα εισβάλουν στο ελληνικό έδαφος, δεν θα προφθάσουμε να αντιπαρατάξουμε ανάλγες δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού. Θα δώσουμε έτσι στους Ιταλούς την εντύπωση ότι θα καταλάβουν ευχερώς την Ελλάδα και επομένως δεν συντρέχει λόγος να αυξήσουν την δύναμη του στρατού τους στην Αλβανία. Εάν πετύχει αυτό, το όλο στρατηγικό πρόβλημα της Ελλάδας, το οποίο περιορίζεται σε ένα απλό επιτελικό θέμα, θα ήταν: Πως σε ορισμένη στιγμή, το μεγάλο μέρος του Ελληνικού Στρατού θα αντιμετωπίσει το εισβάλον ιταλικό εκστρατευτικό σώμα προτού πετύχει αποφασιστικά αποτελέσματα και κυρίως προτού τούτο εμποδίσει την επιστράτευση και συγκέντρωση του Ελληνικού Στρατού».
Δεύτερο ζήτημα, σύμφωνα με τον Μαχά, θα ήταν πως θα προκαλέσουν τους Ιταλούς να εκτελέσει στρατηγικό ελιγμό, ο οποίος θα συμφέρει τους Έλληνες δεδομένου ότι η Ελλάδα υπολείπεται καταπληκτικά των Ιταλών σε αεροπορία ενώ στερείται αρμάτων μάχης.
«Θα έπρεπε λοιπόν η κυριωτέρα φάσις του στρατηγικού ελιγμού να εκτελεστεί επί εδάφους, επί του οποίου δεν θα καθίστατο δυνατή η χρησιμοποίηση αεροπορίας και αρμάτων μάχης, ώστε ο Ελληνικός Στρατός να πολεμήσει, από απόψεως μέσων, ως ίσος προς ίσον. Και προσέθεσα εν συνεχεία, ότι τοιαύτη έκτασις είναι η περιοχή της Πίνδου, μεταξύ των πεδινών διαδρόμων Καστοριάς και Ιωαννίνων. Την περιοχήν ταύτην, είπα, την είχα μελετήσει μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως διοικητής του 28ου Συντάγματος Φλωρίνης (1935-1936) και ως επιτελάρχης του Β’ Σώματος Στρατού από του 1938, ότι έστειλα στους ηγήτορας διαφόρων Μονάδων του Β΄ΣΣ και εξετέλεσαν αναγνωρίσεις του εδάφους της Πίνδου και των οποίων αι εκθέσεις έχουν ήδη υποβληθεί στο ΓΕΣ».
Θα πρέπει λοιπόν, συνέχισε ο Μαχάς, «να δημιουργήσουμε εντύπωση στους Ιταλούς ότι υπάρχουν οχυρωμένες γραμμές (Γραμμή Μεταξά) στους πεδινούς διαδρόμους Καστοριάς-Ιωαννίνων και ότι είναι ανάγκη γι΄αυτούς να υπερκεράσουν αυτά με δυνάμεις που θα δράσουν μέσω Πίνδου. Και επειδή δεν επαρκεί ο χρόνος δια τέτοιες σοβαρές οχυρώσεις, θα παραστεί ανάγκη να κατασκευάσουμε σκυρόδετα πολυβολεία, δια να πετύχουμε συνέχεια πυρός πολυβόλων σους πεδινούς αυτούς διαδρόμους. Στη δε Πίνδο να αφήσουμε μικρές δυνάμεις, δια να προσελκύσουν αυτές τον ελιγμό των Ιταλών».
Ο Μαχάς είπε στον Μεταξά πως δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δεχτεί το αίτημα του ΓΕΣ για επιστράτευση της 1ης Μεραρχίας. «Υπήρχαν ήδη επαρκείς δυνάμεις για τη συγκρότηση της 1ης Μεραρχίας χωρίς επιστράτευση» του είπε.
«Η στρατηγική χωρίς τακτική είναι ο πιο μακρύς δρόμος για τη νίκη. Η τακτική χωρίς στρατηγική είναι απλά η φασαρία πριν την ήττα» έλεγε ο Σουν Τζου. Σύμφωνα με τον Μαχά ο Μεταξάς, υιοθέτησε αυτή την αρχή χάρη σε δικές του εισηγήσεις. Βέβαια, υπόψιν, μεταπολεμικά, οι ελληνικές εφημερίδες ήταν γεμάτες με αρθρογραφία βετεράνων που διεκδικούσαν μερίδιο της νίκης, άλλοτε δίκαια και άλλοτε… όχι.