Γιάννης Ιωαννίδης: Από το τσιμεντένιο γήπεδο στον θρόνο του ελληνικού μπάσκετ
«Γεννημένος νικητής» είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του Γιάννη Ιωαννίδη, του περίφημου «Ξανθού» του ελληνικού μπάσκετ, που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στο άθλημα.
Της Νίκης Κώτσου – Πηγή: Realnews
Έναν χρόνο μετά το τελευταίο αντίο στον μεγάλο προπονητή του ελληνικού μπάσκετ Γιάννη Ιωαννίδη, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ψυχογιός» η αυτοβιογραφία του, την οποία επιμελήθηκαν οι δημοσιογράφοι Βασίλης Σκουντής και Δημήτρης Καρύδας.
Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, ο Γιάννης Ιωαννίδης θέλησε να καταγράψει τους σημαντικότερους σταθμούς της πορείας του. Το βιβλίο προέκυψε μετά από 78 ώρες συζητήσεων του «Γεννημένου νικητή» με τους δύο επιμελητές. Παρότι στο διάστημα μεταξύ της ολοκλήρωσης της συγγραφής και της έκδοσης μεσολάβησε ο θάνατος του Ιωαννίδη, οι επιμελητές διατήρησαν τα κείμενα σχεδόν αναλλοίωτα, σεβόμενοι την τελική μορφή που είχε εγκρίνει ο ίδιος.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης γνώρισε μεγάλη επιτυχία έχοντας θητεύσει σε Άρη, Λάρισα, Ολυμπιακό, ΑΕΚ, αλλά και στην εθνική ομάδα μπάσκετ και φυσικά δεν θα μπορούσε να μην αναφέρεται στις ρίζες του, τη Θεσσαλονίκη: «Μπορεί να έχω περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου στην Αθήνα, αλλά για εμένα η Θεσσαλονίκη είναι τα πάντα: οι ρίζες μου».
Ο «Ξανθός» εξομολογείται τον έρωτά του με την πορτοκαλί μπάλα και εντυπωσιάζουν τα όσα λέει: «Από την πρώτη ημέρα που πάτησα σε ένα τσιμεντένιο γήπεδο μπολιάστηκα με την τρέλα για το μπάσκετ». Στο σημείο αυτό, μάλιστα, σημειώνει μια τραγική σύμπτωση. Αναφέρει, χαρακτηριστικά, ότι αν ο πατέρας του ζούσε περισσότερο, εκείνος δεν θα είχε ασχοληθεί ποτέ με τον αθλητισμό, γιατί ήταν αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ακόμη, αναφέρεται στις δεκαετίες ’60-’70, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στην πρώτη ομάδα του Αρη, όπου και του δόθηκε, για πρώτη φορά, το προσωνύμιο «Ξανθός» από τον Ανέστη Πεταλίδη.
Ξεκινώντας από τον Άρη, όπου έσπασε το μπασκετικό κατεστημένο με το πρωτάθλημα του 1979, συνέχισε να χτίζει μια αυτοκρατορία τίτλων, διαμορφώνοντας τη χρυσή εποχή της ομάδας (1985-1990). Η αφήγηση συνεχίζεται με την εμβληματική περίοδο του Νίκου Γκάλη και την επιστροφή του Ιωαννίδη στους «κιτρινόμαυρους» το 1982. Χαρακτηριστική είναι η σοφή του ρήση «οι νίκες έχουν πολλούς πατεράδες, οι ήττες είναι ορφανές», αναφερόμενος σε δύο ήττες του Άρη που αποτέλεσαν την αφορμή για τη δημιουργία της μεγάλης ομάδας. Στα χρόνια της αυτοκρατορίας των «κίτρινων» (1985-1990) ο Ιωαννίδης καταρρίπτει έναν μύθο δεκαετιών: τις φήμες πως πριν από το φάιναλ φορ του Μονάχου το 1989 είχε προσλάβει δάσκαλο πολεμικών τεχνών για μαθήματα αυτοσυγκέντρωσης και αυτοάμυνας στο δάσος του Σέιχ Σου. Η αλήθεια ήταν απλούστερη: η σκληρή καθημερινή προπόνηση ήταν αρκετή για την προετοιμασία των παικτών.
Το 1991 σηματοδοτεί τη θρυλική μετάβασή του στον Ολυμπιακό, με τον ίδιο να δηλώνει με σιγουριά: «Ηξερα ότι η ομάδα που θα αναλάμβανα θα έφτανε στην κορυφή». Οι εφημερίδες της εποχής, καλύπτοντας τη συμφωνία με τον Σωκράτη Κόκκαλη, τον υποδέχθηκαν με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως «Ο Ξανθός Ρόμελ στον Ολυμπιακό».
Η «ερυθρόλευκη» εποχή έμελλε να γράψει ιστορία με λαμπρά ονόματα που δοξάστηκαν: Πάσπαλι, Τάρλατς, Φασούλας, Τάρπλεϊ, Καμπούρης, Νάκιτς, Μπακατσιάς. Ο βαθιά θρησκευόμενος Ιωαννίδης απέδιδε πολλά στο θέλημα του Θεού. Ύστερα από μια περίοδο φημολογιών και εντάσεων, η συνεργασία με τον Κόκκαλη έφτασε στο τέλος της. Η επόμενη στάση ήταν η ΑΕΚ, μια επιλογή που, όπως αναφέρει, «έμοιαζε σχεδόν με μονόδρομο», ενώ ακολούθησε η επιστροφή στον Πειραιά, για την οποία η σύζυγός του, Γιούλα Γκιουζελοπούλου, είχε εκφράσει τις επιφυλάξεις της.
Η θητεία του στην Εθνική Ελλάδας έμεινε ημιτελής, καθώς δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ολοκληρώσει το έργο του. Στη συνέχεια της αφήγησης περιγράφει τη μετάβασή του στην πολιτική και τα καυστικά σχόλια που τη συνόδευσαν, με τη σύζυγό του να παραμένει σταθερό στήριγμα στις επιλογές του. Διαψεύδει επίσης τις φήμες περί αδιαφορίας του για το NBA, αποκαλύπτοντας πως είχε δεχθεί πολλές προτάσεις από ομάδες του εξωτερικού. Ιδιαίτερη μνεία κάνει στους ανθρώπους που στάθηκαν δίπλα του, με ξεχωριστή θέση για τον Ανέστη Πεταλίδη και τον Μάκη Νάτση, τον επονομαζόμενο «Μπαρού». Για τα μεγάλα «όχι» της καριέρας του είναι ξεκάθαρος: «Ταυτίστηκα κυρίως με δύο ομάδες στην καριέρα μου: τον Αρη και τον Ολυμπιακό. Δεν μπορούσα να πάω στο απέναντι στρατόπεδο. Θα ήταν προδοσία και στα πιστεύω μου και στους ανθρώπους που με αγάπησαν και με στήριξαν». Η αφήγηση ολοκληρώνεται με αναφορές στην πολιτική του σταδιοδρομία και στη ζωή του εκτός γηπέδων.
Στο τελευταίο μέρος της αφήγησής του, ο Γιάννης Ιωαννίδης μιλά με χιούμορ για τις προλήψεις του, παραδεχόμενος την επιρροή τους στη ζωή του: «Δεν φορούσα το ίδιο σακάκι, είχα όμως πολλά ίδια σακάκια… Δεν υπάρχει κανένας στον αθλητισμό που δεν επαναλαμβάνει συνεχώς κάτι το οποίο του έχει πάει καλά». Με ειλικρίνεια αναφέρεται στην αθυροστομία του αλλά και στη βαθιά του πίστη, ενώ το βιβλίο κλείνει με μια συλλογή από προσωπικές σκέψεις και αναμνήσεις – ίσως τις πιο αυθεντικές στιγμές της αυτοβιογραφίας του.
Δείτε το δημοσίευμα της Realnews