Ένα ακόμα αμιγώς ηλεκτρικό SUV;. Όχι ακριβώς. Το Leapmotor C10 εκμεταλλεύεται την τεράστια κινεζική τεχνογνωσία περί ηλεκτροκίνησης για να αναδείξει μια σειρά από αρετές (εντάξει, και κάποιες ατέλειες…) σε ένα σχεδόν ιδανικό value for money πακέτο.

Να είσαι εταιρεία που δεν έχει κλείσει ούτε 10 χρόνια ζωής και να παρουσιάζεις ένα αυτοκίνητο σαν το C10, σίγουρα αποτελεί έναν άθλο που όσοι δεν έχουν αντιληφθεί τη δυναμική της ηλεκτρικής κινεζικής αυτοκινητοβιομηχανίας σχεδόν δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν.

Κι όμως το Leapmotor C10 βρίσκεται εδώ, μπροστά μας, με ένα αν μη τι άλλο εντυπωσιακό παράστημα, έτοιμο να υποστεί την πρώτη δημοσιογραφική βάσανο επί ευρωπαϊκού εδάφους, παίρνοντας τη σκυτάλη από το (πολύ) μικρότερο Τ03 που οδηγήσαμε την προηγούμενη μέρα.

Προϊόν μιας εταιρείας που μέχρι πριν από δυο τρία χρόνια βρισκόταν πολύ κάτω από τα ευρωπαϊκά ραντάρ, μέχρι που κάποια σαΐνια της Stellantis αντιλήφθηκαν τη δυναμική της και έσπευσαν όχι μόνο να εξαγοράσουν το 21% των μετοχών της αντί του ποσού των 1,5 δισ. ευρώ αλλά προχώρησαν και στη σύσταση κοινοπραξίας με ποσοστό 51-49 (υπέρ της Stellantis) με προφανή στόχο να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητές της και βεβαίως να αποφύγουν την επιβολή δασμών.

Με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια, λοιπόν, και εγένετο Leapmotor International η οποία θα φέρει αρχικά στην Ευρώπη το μίνι T03 και το D-SUV C10 ένα μεσαίο ηλεκτρικό SUV, απευθείας ανταγωνιστή μοντέλων όπως τα Nissan Ariya, Skoda Enyaq, Toyota bZ4X, Peugeot Ε-3008 και Renault Scenic κ.λπ.

Με τη διαφορά ότι το C10 είναι μακρύτερο από όλα αυτά (4.739 mm), με ένα μεταξόνιο που παραπέμπει σε γήπεδο ποδοσφαίρου (2.825 mm) και επομένως χώρους που δεν επιδέχονται κριτικής.

Πριν από αυτό όμως δυο λόγια για την εξωτερική του εμφάνιση. Χμ…Αναμφισβήτητα εντυπωσιακό, λόγω μεγέθους και αρκετά μεγάλης απόστασης από το έδαφος (180 mm), με αρκετά καθαρές γραμμές και μεγάλες γυάλινες επιφάνειες αλλά κάπως συνηθισμένο.

Κάπως σαν να το έχεις δει και αλλού χωρίς να μπορείς να προσδιορίσεις ακριβώς το πού. Δεν έχει να προσφέρει κάτι νέο, από την άλλη ωστόσο δεν είναι και ξεπερασμένο. Πιθανολογώ μάλιστα ότι αυτή ακριβώς η σχετικά ουδέτερη όψη του μπορεί να το διατηρήσει για αρκετό καιρό επίκαιρο εμφανισιακά.

Ακριβώς στον αντίποδα βρίσκεται το εσωτερικό του, το οποίο εντυπωσιάζει με τη γενναιοδωρία των χώρων του, την απέριττη σχεδίαση, την πολύ καλή προσλαμβανόμενη ποιότητα και την τεχνολογική του υπόσταση, η οποία τονίζεται από την τεράστια κεντρική οθόνη αφής των 14,6” με ανάλυση 2,5k, τον αντίστοιχα χορταστικό (εννοείται ψηφιακό) πίνακα οργάνων με διαγώνιο 10,25” και σχεδόν…τίποτε άλλο.

Η απουσία φυσικών διακοπτών είναι εκκωφαντική. Αν εξαιρέσεις τους υαλοκαθαριστήρες και τα φλας, όλες οι άλλες λειτουργίες ελέγχονται από την κεντρική οθόνη, γεγονός που πάντως προσωπικά δεν με ενθουσιάζει, για να το θέσω κομψά. Ειδικά η ρύθμιση των εξωτερικών καθρεφτών από την οθόνη με κάνει να βγάζω καπνούς από τα αυτιά, για να το θέσω λιγότερο κομψά.

Δεν έχω ωστόσο τίποτε να προσάψω για την ποιότητα των υλικών, την εξαιρετική συναρμογή και τον άπλετο χώρο για όλους. Οι πίσω επιβάτες κάθονται σταυροπόδι ακόμα κι αν οδηγός και συνοδηγός είναι δίμετροι. Τα καθίσματα, από συνθετικό δέρμα είναι άνετα και με αρκετά καλή στήριξη και η ορατότητα τριγύρω πολύ καλή.

Σταδιακά διαπιστώνεις επίσης ότι το επίπεδο του του εξοπλισμού είναι περίπου αδιανόητο. Τι περιμένεις να έχει ένα  φουλ εξοπλισμένο SUV; Το C10 το έχει. Αν αρχίσω να απαριθμώ τα συστήματα ασφάλειας άνεσης και συνδεσιμότητας θα μας πάρει η νύχτα, οπότε οι πιο περίεργοι μπείτε στην επίσημη ελληνική ιστοσελίδα της Leapmotor και θα καταλάβετε τι εννοώ.

Αντίθετα μου προξένησε εντύπωση η χαμηλή χωρητικότητα φόρτισης σε ταχυφορτιστή, με το σύστημα να υποστηρίζει το πολύ 85 kW, που σημαίνει ότι για να κερδίσεις 200 km χρειάζεσαι περίπου μισή ώρα.

Η υστέρηση έναντι του ανταγωνισμού σε αυτό το σημείο είναι σαφής. Η θερμοδυναμική απόδοση της μπαταρίας είναι 69,9 kWh και η αυτονομία κατά WLTP 420 km. Σε μια διαδρομή που άγγιξε τα 200 km γύρω από τις λίμνες Maggiore και Orta, έξω από το Μιλάνο, διαπιστώσαμε ότι μια αντικειμενική αυτονομία κοντά στα 400 km είναι εφικτή.

Αυτό που αποκομίζεις από την οδήγηση του C10 είναι μια αβίαστη κύλιση. Έχουμε οδηγήσει ηλεκτρικά SUV με πολύ μεγαλύτερη ιπποδύναμη και ροπή και έχουμε απορήσει για τέτοιου είδους επιλογές. Το C10 είναι ακριβώς τόσο όσο.

Δεν βάζει ηλεκτρική φωτιά στον δρόμο αλλά από την άλλη το ηλεκτρικό μοτέρ των 218 PS που στέλνει τη ροπή του στους πίσω τροχούς, μπορεί να κινήσει του σχεδόν δύο τόνους βάρους του με αξιοπρέπεια και σίγουρα με πολύ ασφαλή τρόπο. Αυτό που χρειάζεται ένας μέσος οικογενειάρχης δηλαδή.

Υπάρχουν τρία στάδια ανάκτησης. Από αυτή την πρώτη επαφή θα πρότεινα σε κάποιον να επιλέξει το ελαφρύτερο. Τα άλλα δύο έχουν μια κάπως διακεκομμένη λειτουργία που εμποδίζει χωρίς λόγο την απρόσκοπτη κίνηση.

Η ανάρτηση είναι ήσυχη, με μια μικρή τάση να ακούγεται στις απότομες λακκούβες, αλλά με εξαιρετική ποιότητα κύλισης.

Να υπογραμμίσουμε ότι έχει σεταριστεί από τους μηχανικούς της Stellantis πάνω σε πιο ευρωπαϊκά πρότυπα αλλά και πάλι η έμφαση έχει δοθεί στην άνετη, οικογενειακή μετακίνηση, όπερ εστί μεθερμηνευόμενο ότι εφόσον πιέσεις παραπάνω οι κλίσεις είναι αρκετά έντονες, ενώ το υπερβολικά υποβοηθούμενο τιμόνι βολεύει μεν μέσα στην πόλη αλλά δεν μεταδίδει και πολλή πληροφορία στον οδηγό.

Θα ήθελα επίσης και τα φρένα να έχουν πιο προοδευτική διαδρομή αλλά αυτό είναι κάτι που συναντώ στην πλειονότητα των εξηλεκτρισμένων αυτοκινήτων.

Υπενθυμίζουμε: Το C10 είναι ένα μεγάλο και βαρύ ηλεκτρικό SUV. Από μόνο του αυτό θέτει κάποια όρια. Μέσα σε αυτά τα όρια η οδική του συμπεριφορά είναι απολύτως αποδεκτή.

Η μοναδική παραφωνία είναι αυτή η εκνευριστική ηλεκτρική μουρμούρα κάτω από τα 30 km/h που προκύπτει λόγω ανάγκης για να γίνεται αντιληπτό από τους πεζούς αλλά παραείναι υψίσυχνη.

Συμπερασματικά το C10 είναι ένα ολοκληρωμένο, αμιγώς ηλεκτρικό μεγάλο SUV. Αλλά δεν είναι αυτό το μεγάλο του όπλο. Παρότι η αυτονομία και η ιπποδύναμή του βρίσκονται στον μέσο όρο (η δεύτερη ίσως και κάτω από αυτόν) το τεχνολογικό του υπόβαθρο, η ευρυχωρία του και ο εξοπλισμός του βρίσκονται σαφώς πάνω από τα συνηθισμένα στάνταρ της κατηγορίας.

Αλλά δεν είναι ούτε αυτό το καλύτερο της όλης υπόθεσης. Η τιμή. Την ακούς και δεν μπορείς να την πιστέψεις: €30.600 με την κρατική επιδότηση. Κάπου εδώ σας αφήνω για να το χωνέψετε. Κι εσείς και ο ανταγωνισμός…