«Κι εμείς θα κάνουμε βαπόρια»! Αυτή ήταν η φράση που επαναλάμβανε ξανά και ξανά η Αθηνά (Νουνού, όπως τη φώναζαν) Μαρτίνου, όταν έβλεπε με τις φίλες της τα καράβια να περνούν. Με το πείσμα που της χάρισε η κεφαλλονίτικη καταγωγή της, η γεννημένη στη Γλυφάδα Νουνού, κατάφερε να φτιάξει τη ζωή της όπως ονειρευόταν. Μαζί με τον σύζυγό της, Γιάννη, ίδρυσαν μια ναυτιλιακή αυτοκρατορία ιδρύοντας τον ναυτιλιακό κολοσσό Thenamaris Ships Management, που συνεχίζουν τα παιδιά της, δεν προκάλεσαν ποτέ με επιδείξεις πλούτου και δύναμης και αφιέρωσαν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους στην προσφορά στους συνανθρώπους τους και στην πατρίδα. Έτσι, στα 97 της χρόνια, μπορούσε να κλείσει ήσυχη τα μάτια της…
Δεν ήταν μια γυναίκα σαν τις άλλες η Νουνού Μαρτίνου. Ήταν και το αίμα της τέτοιο που «έβραζε». Κόρη του δικηγόρου Κωνσταντίνου Μεθενίτη και της Εμας Κοκκολάτου, είχε παππού τον Κώτσο Μεθενίτη, ο οποίος με τα παλικάρια του, συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, στο πλευρό των οπλαρχηγών Δυοβουνιώτη και Κριεζώτη, ενώ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια να κρατηθεί ελεύθερη η Αθήνα από την επέλαση των δυνάμεων του Κιουταχή το 1826.
Κλείσιμο
Παρότι έφτιαξε μια ναυτιλιακή αυτοκρατορία και δημιούργησε αλλά και συμμετείχε κάποια από τα σημαντικότερα κοινωφελή ιδρύματα στη χώρα, η Νουνού Μαρτίνου έζησε μια ζωή χαμηλών τόνων. Τον χειμώνα, ζούσε μόνιμα στην Ανάβυσσο και στη Σχοινούσα τα καλοκαίρια.
Καλλιεργούσε φιστίκια Αιγίνης και διέθετε δικό της σκοπευτήριο, καθώς είχε ιδιαίτερες δεξιότητες στη σκοποβολή, το κυνήγι και στο ψάρεμα. Ήταν γλωσσομαθής και μοντέρνα, με κοφτερό μυαλό και πυγμή, ενώ είχε επικοινωνιακή άνεση και τσαγανό και υπήρξε και καλή φίλη της βασίλισσας της Αγγλίας Ελισάβετ. Ακόμα και όταν πέρασε τα 90 της χρόνια, συνέχισε να ανεβαίνει στο παλιό σκαρί της, στη Σχοινούσα και να ανοίγεται για ψάρεμα με παραγάδι…
Η αγάπη για τη θάλασσα
Γόνος η ίδια εφοπλιστικής οικογένειας, με τα δύο αδέλφια της, τον Μελέτη και τον Κλεόβουλο ή «Μπίμπη» όπως τον αποκαλούσαν στην οικογένεια, να είναι εφοπλιστές, διαισθάνθηκε νωρίς τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που πρόσφερε η θάλασσα και έτσι αποφάσισε να αναμειχθεί προσωπικά με τη ναυτιλία. Με τον σύζυγό της, Γιάννη Μαρτίνο, με τον οποίο έκαναν τέσσερα παιδιά, τον Αθανάσιο, τον Ανδρέα, τον Κωνσταντίνο και την Ελένη και μοιράζονταν το ίδιο πάθος: την αγάπη για τη θάλασσα.
Παρότι ο Γιάννης Μαρτίνος ήταν αργυροχρυσοχόος και αντικέρ (που ήρθε το 1895 στην Αθήνα από τη Στεμνίτσα Αρκαδίας και έγινε ένας από τους σημαντικότερους αντικέρ, τροφοδοτώντας σε μεγάλο μέρος τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη), στον ελεύθερό του χρόνο ασχολούταν -μαζί με τη Νουνού- με τα καράβια. Εξέταζαν τι χρειάζεται ένα πλοίο για να φέρει κέρδος και έτσι, από την γκαλερί, τα έργα τέχνης και την εκποίηση της προίκας της Νουνούς αγόρασαν, χωρίς δανεισμό, από την εταιρεία Λιβανού το πρώτο φορτηγό πλοίο, χωρητικότητας 10.000 τόνων. Το βάφτισαν «Θανάσης» από το όνομα του πρωτότοκου γιου τους.
Όπως αποδείχθηκε, ο χαρακτήρας της Αθηνάς Μαρτίνου, που είχε έφεση στις γλώσσες, ήταν πολύ επικοινωνιακή, γρήγορη στη σκέψη, αλλά και σκληρή όπου χρειαζόταν, ταίριαζε «γάντι» για την ενασχόληση με τη ναυτιλία.
Σύντομα αγόρασαν από την Ουαλία ένα ακόμη καράβι. Για τη ναύλωσή του ο 17χρονος μόλις Θανάσης ταξίδεψε ως την Κίνα, παρότι τότε διάβαζε για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Έξυπνος, ευέλικτος στις διαπραγματεύσεις και με έφεση στα πετυχημένα deals, την ίδια χρονιά μεταπώλησε το αγορασμένο για 80.000 λίρες φορτηγό «Θανάσης» στην εφοπλιστική οικογένεια Πατέρα αντί 300.000 δολαρίων. Ήταν αυταπόδεικτο ότι ο εφοπλισμός του ταίριαζε καθώς διέθετε το αισθητήριο της σωστής στιγμής για συμφωνίες.

Με το πείσμα της, η Αθηνά Μαρτίνου κατάφερε να φτιάξει μια ναυτιλιακή αυτοκρατορία – Η καταγωγή της, η αγάπη για τη θάλασσα, η «μανία για τα βαπόρια» και η οικογένειά της

Content snippet: CookieBar