Αυτή την εβδομάδα ολοκληρώνεται από το οικονομικό επιτελείο η σύνταξη ίσως του πιο δύσκολου νέου τετραετούς Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος των τελευταίων ετών. Αυτή την εβδομάδα αποστέλλεται στην Κομισιόν, με στόχο στις 7 Οκτωβρίου, μαζί με το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2025, να κατατεθεί στη Βουλή. Η συζήτηση για την οικονομία και τις προοπτικές της λογικά θα επιστρέψει. Μένει να διαπιστώσουμε με ποιο τρόπο, καθώς στην Ελλάδα έχουμε μάθει πολύ πριν αρχίσουμε να τσακωνόμαστε για τα Μνημόνια, θα το κάνουμε για τα Μεσοπρόθεσμα. Οι εντάσεις που έχει προκαλέσει στο παρελθόν, με αποκορύφωμα τα επεισόδια στην πλατεία των «αγανακτισμένων» το 2011, έχει οδηγήσει το πολιτικό σύστημα να αποφεύγει οποιαδήποτε ευρείας κλίμακας συζήτηση. Και ας αποτελεί το συγκεκριμένο κείμενο τον βασικό μπούσουλα οικονομικής πολιτικής της χώρας μέχρι το 2028.

Το οικονομικό επιτελείο με το κείμενο που θα παρουσιάσει στην Κομισιόν θα επιχειρήσει, μέσω της επίτευξης υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων έναντι του στόχου του 2,1%, να πείσει ότι δικαιούται βάσει του νέου πλαισίου μεγαλύτερη αύξηση στις δαπάνες για κάθε χρονιά, από το 3% που έχει ήδη εγκριθεί για το 2025. Στην επιχειρηματολογία της, το βασικό της όπλο θα είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής, υποστηρίζοντας ότι μέτρα όπως τα τεκμήρια στους αυτοαπασχολούμενους και οι πολλές ηλεκτρονικές εφαρμογές οδηγούν σε μεγαλύτερη μόνιμη αύξηση των εσόδων. Θα υποστηρίξουν ότι αποτέλεσμα όλων αυτών είναι φέτος το πρωτογενές πλεόνασμα να κυμανθεί στο 2,5%-2,6% του ΑΕΠ. Το πρόβλημα είναι ότι σπανίως οι υπηρεσίες της Κομισιόν δέχονται ως μόνιμα επιτεύγματα (δηλαδή επαναλαμβανόμενα κάθε χρόνο) τις επιδόσεις των χωρών στο μέτωπο της φοροδιαφυγής. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό δεν έγινε σχεδόν ποτέ δεκτό. Αρα το κρατικό «ξοδεύειν», δηλαδή οι κρατικές δαπάνες για σχολεία, νοσοκομεία, για μισθούς στο Δημόσιο από του χρόνου και μετά, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα αυξηθεί πολύ πάνω από το +3% για κάθε χρόνο.

Αυτό είναι το ένα ερωτηματικό του νέου Μεσοπρόθεσμου, το άλλο είναι από πού θα έρθει και πόση θα είναι η ανάπτυξη των επόμενων ετών. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι σε μεγάλο βαθμό θα βασίζεται στην επιτυχία των επενδυτικών προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης. Το πρόβλημα είναι ότι για τους γνωστούς λόγους (αργοκίνητη δημόσια διοίκηση) έχει αφεθεί η εκτέλεση του μεγαλύτερου μέρους του να γίνει προς το τέλος της περιόδου εφαρμογής. Την προσεχή διετία, ίσως και τριετία. Το άλλο πρόβλημα είναι ότι ενώ από εκταμιεύσεις πάμε καλά, οι οικονομολόγοι της Eurobank παρατήρησαν μέσα στην εβδομάδα ότι στο πιο αξιόπιστο μέγεθος για την παρακολούθηση της προόδου του, το ποσοστό των ορόσημων και στόχων που έχουν επιτευχθεί, δεν πάμε τόσο καλά.

Σε αυτά η Ελλάδα βρισκόταν στα τέλη του 2023 στην ενδέκατη θέση μεταξύ των 27 χωρών, σημειώνοντας επίδοση 26% σημαντικά υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Πρόσφατη ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος παρατηρούσε ότι λιγότερο από το ένα τέταρτο των πόρων που είχε λάβει η Ελλάδα μέχρι τον Απρίλιο του 2024 είχε φτάσει στους τελικούς αποδέκτες, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, λόγω γραφειοκρατίας. Θα τα καταφέρουμε καλύτερα στο μέλλον; Δύσκολο να πει κανείς. Ενα μεγάλο ποσοστό όμως από το οικονομικό μέλλον της χώρας, που περιγράφεται σε ένα ακόμα Μεσοπρόθεσμο, εξαρτάται από αυτό.