Για εκατοντάδες χρόνια, παρέμεναν στη θέση τους στη βάση κληρονομικού δικαιώματος. Τις μέρες όμως αυτές, συντάσσεται το νομοσχέδιο που θα τερματίσει μια παράδοση πολλών αιώνων στη Γηραιά Αλβιόνα, τους κληρονομικούς ευγενείς της Βουλής των Λόρδων.

Η Βουλή των Λόρδων αποτελείται από 24 ανώτερους κληρικούς της Αγγλικανικής Εκκλησίας (Lords Spiritual) και υπεράριθμους (αυτή τη στιγμή 755) κανονικούς λόρδους (Lords Temporal).

Εξ’ αυτών όμως, η κυβέρνηση του Κιρς Στάρμερ, είχε βάλει στο μάτι, τους λεγόμενους κληρονομικούς λόρδους. Πριν το 1999 οι κληρονομικοί ευγενείς είχαν δικαίωμα στη Βουλή των Λόρδων δίχως να εκλέγονται από τον κόσμο. Τώρα είναι 92 που εκλέγονται μεταξύ τους και αντικαθίστανται με τον θάνατο ενός και ex officio ο επικεφαλής της Αυλής και ο Δούκας του Νόρφολκ.

Σημειώνεται ότι ιστορικά, η συμμετοχή στην τάξη των ευγενών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων και των ευθυνών, είναι συνήθως κληρονομική. Η απόκτηση επαρκούς δύναμης, πλούτου, στρατιωτικής ικανότητας ή βασιλικής εύνοιας έδινε περιστασιακά τη δυνατότητα στους απλούς ανθρώπους να γίνουν ευγενείς.

Το νομοσχέδιο είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα περάσει από το κοινοβούλιο, τερματίζοντας μια παράδοση αιώνων κληρονομικής συμμετοχής στη Βουλή των Λόρδων.

Η Μεγκ Ράσελ, καθηγήτρια Συγκριτική Πολιτικής στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (UCL) εξηγεί πως κατέληξαν αυτοί οι ευγενείς να κάθονται στα έδρανα.

«Η Βουλή των Λόρδων έχει αρχαίες ρίζες – αν και έχει αλλάξει πολύ θεμελιωδώς με τα χρόνια. Ο αρχικός πρόδρομος του αγγλικού κοινοβουλίου ήταν ένας θεσμός με ένα σώμα, που συγκέντρωνε τους ισχυρούς της χώρας για να συμβουλεύουν τον μονάρχη. Είναι δύσκολο να ορίσουμε μια ημερομηνία για το πότε ξεκίνησε αυτό, αλλά περιλάμβανε εκπροσώπους των ευγενών και της εκκλησίας» λέει η Ράσελ στο The Conversation.

Μπορεί αρχικά να μην υπήρχε κάποιου είδους κανονισμός που να προσκαλούνται σταθερά σε κάθε συνεδρίαση τα ίδια άτομα, αλλά όπως λέει η Ράσελ, σταδιακά οι ρυθμίσεις έγιναν πιο σταθερές. «Οι «Κανονικοί Λόρδοι» (σε αντίθεση με τους «κληρικούς») βουλευτές έγιναν κάτοχοι κληρονομικών τίτλων, οι οποίοι θα περνούσαν μέσω της οικογενειακής τους διαδοχής. Με την πάροδο του χρόνου, τα μέλη της Βουλής των Κοινοτήτων χωρίστηκαν, με τις δύο αίθουσες να κάθονται τακτικά χωριστά από τον 14ο αιώνα».

Ήδη από την εποχή της βασιλείας του Καρόλου Α’ άρχισαν να εγείρονται οι πρώτες ανησυχίες για το σώμα αυτό, το οποίο διογκωνόταν επικίνδυνα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις γίνονταν οικονομικές δοσοληψίες. Στα τέλη μάλιστα του 18ου αιώνα, ο βασιλιάς άρχισε να δίνει νέους τίτλους ευγενείας, αυξάνοντάς τους από 212 σε 314. Στα μέσα του 19ου αιώνα, η Βουλή των Λόρδων είχε περίπου 450 μέλη και στις αρχές του 20ού αιώνα, ξεπέρασε τα 600 μέλη.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, υπό τους πρωθυπουργούς Γουίλιαμ Γκλάντστοουν και Λόρδο Σάλσμπερι, συνέχισε το άνοιγμα αυτό, δίνοντας τη δυνατότητα τιτλούχου και σε άτομα που δεν ήταν γαιοκτήμονες, αλλά και σε βιομήχανους, πρώην διπλωμάτες, γιατρούς, στρατιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους.

«Η κληρονομική φύση των τίτλων» λέει η Μεγκ Ράσελ, «δημιούργησε μια προφανή δυσκολία με το μέγεθος – ότι μια έδρα που δημιουργήθηκε για ένα άτομο δεν πέθαινε όταν απεβίωνε  αυτό, αλλά μεταβιβαζόταν στους (αποκλειστικά άνδρες) διαδόχους του. Κάθε άτομο που έπαιρνε τίτλο ευγενείας ήταν μια κληρονομική αλληλουχία με συνέπεια να αυξάνεται ο αριθμός».

Ενώ ορισμένες γραμμές έσβησαν λόγω έλλειψης αρσενικών διαδόχων, αυξήθηκαν οι πιέσεις για δημιουργία νέων ευγενών αντί να επιτραπεί στα μέλη να περάσουν τη θέση τους στους υπάρχοντες λόρδους.

Μέχρι το 1957, τα μισά μέλη προέρχονταν από την κληρονομικότητα τίτλων οι οποίοι δημιουργήθηκαν τον 20ού αιώνα. Ανάμεσά τους ήταν οι απόγονοι του Λόιντ Τζορτζ και Στρατάρχης Μοντκόμερι. Ακόμη και ο Εργατικός πρωθυπουργός Κλέμεντ Άτλη έλαβε τίτλο το 1955, τον οποίο έχει κληρονομήσει ο εγγονός του, όντας μέλος στη Βουλή των Λόρδων.

«Μετά το 1958, η δημιουργία νέων κληρονομικών τίτλων έγινε πολύ πιο σπάνια» λέει η Βρετανίδα επιστήμων. «Συγκεκριμένα, μόνο σε αυτό το σημείο μπήκαν για πρώτη φορά οι γυναίκες στη βουλή -και μόνο το 1963 οι γυναίκες που κληρονόμησαν τους λίγους κληρονομικούς τίτλους που δεν «ταξίδευαν» αποκλειστικά στην ανδρική γραμμή, επιτράπηκαν να πάρουν έδρα στην αίθουσα. Μια ενδιαφέρουσα ανωμαλία ήταν η απονομή κληρονομικού τίτλου από τη Μάργκαρετ Θάτσερ στον πρώην υπουργό Εσωτερικών και ντε φάκτο αναπληρωτή πρωθυπουργό της, Γουίλι Γουάιτλοου, το 1983 – η πρώτη τέτοια απονομή για 18 χρόνια. Έχοντας μόνο κόρες, ο Γουάιτλοου δεν κληροδότησε τον τίτλο του.

Αν και ο Τόνι Μπλερ προσπάθησε να καταργήσει εκείνος τους κληρονομικούς ευγενείς από τη Βουλή, τελικά συμβιβάστηκε να παραμείνουν 91 και να «φύγουν» οι 650. Αυτοί οι 92 θα παρέμεναν στο κοινοβούλιο, αλλά θα τους αντικαθιστούσαν όταν πέθαιναν ή αποσύρονταν μέσω μια πολύπλοκης εκλογικής διαδικασίας μεταξύ των λόρδων.

Αυτή η εκλογική διαδικασία δεν πραγματοποιήθηκε πρόσφατα εν αναμονή του νομοσχεδίου, αφήνοντας 88 κληρονομικούς ευγενείς συναδέλφους που υπηρετούν.

Δεδομένων αυτών και ίσως λόγω του γεγονότος ότι πρόκειται για ένα σώμα που δεν είχε την ισχύ του παρελθόντος, η Ράσελ συμπεραίνει ότι πρόκειται για μια καθυστερημένη μεταρρύθμιση και μάλιστα «λιγότερο ιστορική από πολλές απόψεις από ό,τι πολλοί θα μπορούσαν να υποθέσουν».