Δύο εβδομάδες πριν από τη Θεσσαλονίκη ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρότρυνε όσους διακρίνουν πρόβλημα ενότητας στη ΝΔ να κοιτάξουν σε άλλους χώρους. «Μια χαρά είμαστε» έλεγε εν ολίγοις, υποβαθμίζοντας την κριτική περί εσωκομματικών αναταράξεων και χάσματος ανάμεσα σε υπουργούς και βουλευτές. «Δεν επιβάλλουμε μονοφωνία» ανέφερε, αλλά ταυτόχρονα υπενθύμιζε με νόημα ότι το «συντεταγμένο κόμμα» επιβάλλει στους βουλευτές να στηρίζουν τις νομοθετικές επιλογές της κυβέρνησης. Ο ίδιος απορρίπτει σε όλους τους τόνους τα αιτήματα για «δεξιά» στροφή στην κυβερνητική ατζέντα, προτάσσοντας το «μπροστά» και προβάλλοντας «κοινωνικές» πολιτικές – από χθες έφερε και νέο σύνθημα: ο «πολιτισμός της καθημερινότητας».

Κι όμως ο πρωθυπουργικός προβολέας έχει κάνει αναγκαστική στροφή στο εσωτερικό του γαλάζιου οικοσυστήματος. Εκεί όπου στην τελευταία πενταετία δεν είχε χρειαστεί ποτέ να κοιτάξει με τόση προσοχή. Γιατί μπορεί πάντα να υπήρχαν ποικίλου περιεχομένου και έντασης γκρίνιες, προσωπικές πικρίες, διαφωνίες και αλληλοκαρφώματα – κυρίως από «παραταξιακούς» και εκπροσώπους της «λαϊκής Δεξιάς» απέναντι στους τεχνοκράτες της κυβέρνησης – αλλά έμεναν στο παρασκήνιο και, συνήθως, αποσυμπιέζονταν. Κοινώς, η ΝΔ, ένα κόμμα αρχηγοκεντρικό με πλούσιο παρελθόν στα εσωκομματικά, είχε βρεθεί επί Μητσοτάκη χωρίς σοβαρά εσωκομματικά ζητήματα – ή τουλάχιστον με τα λιγότερα ανοιχτά θέματα. Το σκηνικό αλλάζει. Και κομματική στροφή απαιτείται και τακτικά και «χειρουργικά» πρέπει αυτή να γίνεται, προκειμένου τα «γεγονότα» του παρασκηνίου να μην έρχονται στο προσκήνιο, απειλώντας τελικά να εξελιχθούν σε πολιτικό πρόβλημα. Σαφώς, η υπόθεση του επί σειρά ετών βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας Μάριου Σαλμά (η δρομολογημένη διαγραφή του από την ΚΟ της ΝΔ) είναι ένα (μάλλον εύκολο για το Μαξίμου) μήνυμα… παραδειγματισμού από τα «κεντρικά».

Ομως ούτε από εκεί ξεκινούν όλα, ούτε εκεί σταματούν. Είναι αδύνατον για το πρωθυπουργικό περιβάλλον – στον έκτο χρόνο διακυβέρνησης πια και ύστερα από ένα αναπάντεχο εκλογικό αποτέλεσμα – να προσπερνά τις γαλάζιες τριβές. Κυρίως, να κάνει ότι δεν βλέπει την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ κυβερνητικών στελεχών και μελών της ΚΟ. Ιδίως από τη στιγμή που επιχειρεί να στήσει τις πιο απαιτητικές γέφυρες εμπιστοσύνης με την κοινωνία.