Σε μια εσωκομματική προεκλογική περίοδο 3,5 μηνών πορεύεται πλέον το ΠΑΣΟΚ μετά την πρόταση του Νίκου Ανδρουλάκη για εκλογές ανάδειξης προέδρου στις 6 και 14 Οκτωβρίου η οποία εγκρίθηκε στην χθεσινή συνεδρίαση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής. Στους υποψήφιους περιλαμβάνονται ήδη εκτός από τον νυν πρόεδρο Νίκο Ανδρουλάκη ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας και ο βουλευτής στην Α’ Αθηνών Παύλος Γερουλάνος. Δίχως να αποκλείονται νέες υποψηφιότητες το επόμενο διάστημα.

Πως η ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου θα επηρεάσει τις εξελίξεις για τους επόμενους 3,5 μήνες της εσωκομματικής προεκλογικής περιόδου

Αυτά σε μία μετεκλογική περίοδο που έχει δημιουργήσει νέα συνολικά δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό. Με το θέμα της ανασύνθεσης του χώρου της κεντροαριστεράς να βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού. Μάλιστα όλα δείχνουν πως το θέμα αυτό θα αποτελέσει τον καταλύτη και στις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ.

Αν εξαιρέσουμε κάποιες μικρο-εντάσεις για την «ποσόστωση» των ομιλητών και κάποιες αιχμές κυρίως από την πλευρά της σημερινής ηγεσίας, σε γενικές γραμμές η συνεδρίαση της Κ.Ε κινήθηκε σε ήρεμους τόνους. Αυτό οφείλεται στην αρχική εισήγηση του Νίκου Ανδρουλάκη που πρότεινε εκλογές στις 6 και 13 Σεπτέμβρη. Δηλαδή ίσως και νωρίτερα από όσο ζητούσαν κάποια από τα στελέχη που έθεσαν θέμα ηγεσίας.

Την πρόταση του Νίκου Ανδρουλάκη αποδέχθηκαν – όπως ξεκαθαρίστηκε στις ομιλίες τους- ο Χάρης Δούκας και ο Παύλος Γερουλάνος που έθεσαν υποψηφιότητα. Αντίστοιχα και οι υπόλοιποι ομιλητές. Έτσι δεν υπήρξε ουσιαστικά ζήτημα αντιπαράθεσης και καταμέτρησης δυνάμεων στο όργανο και η ψηφοφορία ήταν ουσιαστικά τυπική.

Στα αιχμηρά σημεία των παρεμβάσεων των υποψηφίων μπορεί να καταγραφεί η αναφορά του Νίκου Ανδρουλάκη στις αλλαγές που έγιναν στο ΠΑΣΟΚ σύμφωνα με την οποία το κόμμα «μετά από χρόνια απέκτησε εκλεγμένα όργανα και όχι διορισμένα όργανα». Επίσης έθεσε το ερώτημα του «γιατί ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ σπαράσσεται, ενώ η Νέα Δημοκρατία για πρώτη φορά από το 2016 υπέστη στρατηγική ήττα με εσωστρέφεια, εμφανίζεται το ΠΑΣΟΚ με μια παραλυσία βάζοντας το προσωπικό καλό πάνω από το συλλογικό καλό». Τέλος μίλησε για «εμμονή που βλέπω τις τελευταίες ημέρες να μετατραπεί η αναγκαία διαδικασία του εσωκομματικού διαλόγου σε μία πασαρέλα προσωπικών φιλοδοξιών».

Όσον αφορά τον Χάρη Δούκα, στην παρέμβασή του είχε διαφορετική ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αναφέροντας πως «η 3η θέση στο πολιτικό σύστημα, δεν μας καθιστά δύναμη ανατροπής,ούτε μας βάζει σε τροχιά διακυβέρνησης». Επίσης παρουσίασε την υποψηφιότητά του σχεδόν ως την «επόμενη φάση» της εξέλιξης του ΠΑΣΟΚ. Είναι χαρακτηριστικό πως τόνισε την ανάγκη να υπάρξει συνέχεια μετά την προεδρία του «Νίκου Ανδρουλάκη που ενίσχυσε τα ποσοστά μας». Σημειώνοντας πως «κλείνοντας τον κύκλο της επιβίωσης του ΠΑΣΟΚ, είναι τώρα η ώρα να ανοίξουμε τον κύκλο της υπέρβασης». Πάντως δεν απέφυγε μια αιχμή για την οργανωτική κατάσταση του ΠΑΣΟΚ αφού μίλησε για την ανάγκη «να ξαναγίνουμε Κίνημα, κόμμα μελών, όχι στελεχών και μηχανισμών».

Ο Παύλος Γερουλάνος στην ομιλία του απέφυγε τις επικριτικές αναφορές, παρότι ήταν από τους πρώτους που έθεσε μετεκλογικά θέμα ηγεσίας.  Επισήμανε την ανάγκη «να παρουσιάσουμε ένα σχέδιο που θα γίνει κοινωνικά πλειοψηφικό, γιατί θα απαντάει πειστικά, στις ανάγκες του ελληνικού νοικοκυριού». Σημειώνοντας πως στοχεύει σε ένα ΠΑΣΟΚ που θα «ανοίξει την αγκαλιά του σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις, από την Αριστερά και το Κέντρο μέχρι τις παρυφές της Δεξιάς».

Ερωτηματικό παραμένει η στάση που θα τηρήσει ο Μιχάλης Κατρίνης. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ δεν ανακοίνωσε υποψηφιότητα για την διεκδίκηση της προεδρίας στην Κεντρική Επιτροπή. Η ομιλία του όμως συνιστούσε μια διακριτή πολιτική πλατφόρμα, δηλαδή είχε το πολιτικό υπόβαθρο προκειμένου ο βουλευτής Ηλείας του ΠΑΣΟΚ να «μπεί» στην κούρσα της διαδοχής. Το στίγμα του ήταν σαφές αφού δήλωσε πως «ένα ΠΑΣΟΚ που δεν παίρνει γενναίες πολιτικές πρωτοβουλίες για τη δημιουργία μιας μεγάλης δημοκρατικής παράταξης, δεν θα μπορέσει να εκφράσει το αίτημα για μια διαφορετική πολιτική από μια νέα κυβέρνηση.Αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι κόμματα του 13% και του 15% μπορούν να απειλήσουν τον Μητσοτάκη ή αντιμετωπίζονται σήμερα ως κόμματα εξουσίας;».

Με βάση το χρονοδιάγραμμα που αποφασίστηκε οι επίσημες υποψηφιότητες για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ μπορούν να κατατεθούν έως και 3 εβδομάδες πριν την 6η Οκτωβρίου, οπότε και θα συνεδριάσει η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος για να εγκρίνει τα πρόσωπα που θα είναι επίδοξοι πρόεδροι.

Έτσι λοιπόν έως περίπου τα μέσα του Σεπτέμβρη υπάρχει επαρκείς χρόνος για να διαμορφωθεί το προεκλογικό σκηνικό στο ΠΑΣΟΚ. Ένα στοιχείο με ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς πως προβλέπονται δύο «γύροι» για την εκλογή του προέδρου και πολλά θα κριθούν από τις συμμαχίες που θα διαμορθωθούν.

Να σημειωθεί ότι εκτός από τον Μιχάλη Κατρίνη έχει «ακουστεί» η πιθανότητα υποψηφιότητας από τον Παύλο Χρηστίδη, ενώ υπήρξε και φημολογία για κάθοδο της …Άννας Διαμαντοπούλου. Με την πρώην υπουργό να φέρεται πως έχει κάνει διερευνητικές επαφές για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Όμως όπως προκύπτει από τα έως στιγμής δεδομένα ο τρόπος που θα εντάξουν στον προεκλογικό τους λόγο οι υποψήφιοι το ζήτημα της κεντροαριστεράς θα είναι κομβικός για την έκβαση των πραγμάτων. Είναι χαρακτηριστικό πως το κοινό σημείο των 3 υποψηφίων είναι ότι πρεσβεύουν την προοπτική της ανασύνθεσης του ευρύτερου προοδευτικού χώρου.

Με τον Νίκο Ανδρουλάκη να έχει υποσχεθεί ακόμη και προεκλογικά πως θα αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση. Δίχως πάντως να έχει τοποθετηθεί πιο συγκεκριμένα.

Με τον Χάρη Δούκα να επιχειρεί να «κεφαλαιοποίησει» την νίκη του στον Δήμο της Αθήνας επί του Κώστα Μπακογιάννη η οποία επήλθε με την σύμπραξη των προοδευτικών δυνάμεων και μάλιστα με επίσημο τρόπο.

Με τον Παύλο Γερουλάνο να έχει επίσης πάρει ανάλογες πρωτοβουλίες κατά την δική του δημοτική θητεία και πολλάκις αν έχει κάνει ανοίγματα στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο.

Παράλληλα όμως και οι 3 υποψήφιοι καλούνται να διαχειριστούν και τα δεδομένα της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ. Εκεί όπου ένα τμήμα του, φέρεται να προβληματίζεται με την προοπτική της «κεντροαριστεράς» ιδίως αν αυτή περιλαμβάνει κάποιο είδος «ένωσης» του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Το τμήμα αυτό ακόμη και αν δεν είναι πλειοψηφικό είναι φανερό πως ο προσεταιρισμός του θα είναι καταλυτικός για το εσωκομματικό εκλογικό αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους επόμενους μήνες το πώς όσοι υποψήφιοι τελικά προκύψουν θα προσαρμοστούν σε αυτά τα δεδομένα.